περιτομή: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτέμνω]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η ολική ή μερική [[εκτομή]] της ακροποσθίας του πέους<br /><b>2.</b> <b>θρησκειολ.</b> η κυκλική [[αποκοπή]] του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του ανδρικού γεννητικού οργάνου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εορτή]] περιτομής του Κυρίου» — η όγδοη [[ημέρα]] [[μετά]] τη [[γέννηση]] του Χριστού [[κατά]] την οποία έγινε η [[περιτομή]] του και έλαβε το ὁνομα Ιησούς και η οποία εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[τομή]] του επιπεφυκότα [[γύρω]] από τον σκληροκεράτιο δακτύλιο του οφθαλμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περικοπή]], κυκλική, περιφερική [[εντομή]] μέρους του σώματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> περικάθαρση, [[καθαρμός]], [[απαλλαγή]] (α. «[[περιτομή]] καρδίας ἐν πνεύματι ού γράμματι» ΚΔ<br />β. «μία μὲν ἐν τῇ [[σαρκί]], [[δευτέρα]] δὲ ἡ ἀπὸ προαιρέσεως<br />αὕτη σαρκὸς περιτομὴ αὕτη διανοίας [[περιτομή]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (ως περιλπτ.) οι περιτετμημένοι, οι εκ περιτομής χριστιανοί («[[ὅπου]] οὐκ ἔνι [[Ἕλλην]] καὶ Ἰουδαῑος, περιτομὴ καὶ [[ἀκροβυστία]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐκ περιτομῆς» — οι χριστιανοί που προέρχονται από λαούς στους οποίους ίσχυε το [[έθιμο]] της περιτομής<br /><b>αρχ.</b><br />[[τμήμα]] μηχανής.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτέμνω]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η ολική ή μερική [[εκτομή]] της ακροποσθίας του πέους<br /><b>2.</b> <b>θρησκειολ.</b> η κυκλική [[αποκοπή]] του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του ανδρικού γεννητικού οργάνου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εορτή]] περιτομής του Κυρίου» — η όγδοη [[ημέρα]] [[μετά]] τη [[γέννηση]] του Χριστού [[κατά]] την οποία έγινε η [[περιτομή]] του και έλαβε το ὁνομα Ιησούς και η οποία εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[τομή]] του επιπεφυκότα [[γύρω]] από τον σκληροκεράτιο δακτύλιο του οφθαλμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περικοπή]], κυκλική, περιφερική [[εντομή]] μέρους του σώματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> περικάθαρση, [[καθαρμός]], [[απαλλαγή]] (α. «[[περιτομή]] καρδίας ἐν πνεύματι ού γράμματι» ΚΔ<br />β. «μία μὲν ἐν τῇ [[σαρκί]], [[δευτέρα]] δὲ ἡ ἀπὸ προαιρέσεως<br />αὕτη σαρκὸς περιτομὴ αὕτη διανοίας [[περιτομή]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (ως περιλπτ.) οι περιτετμημένοι, οι εκ περιτομής χριστιανοί («[[ὅπου]] οὐκ ἔνι [[Ἕλλην]] καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ [[ἀκροβυστία]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐκ περιτομῆς» — οι χριστιανοί που προέρχονται από λαούς στους οποίους ίσχυε το [[έθιμο]] της περιτομής<br /><b>αρχ.</b><br />[[τμήμα]] μηχανής.
}}
}}
{{lsm
{{lsm