φέγγος: Difference between revisions

No change in size ,  14 March 2021
m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> φως, [[λάμψη]] (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο [[φέγγος]]» β. «λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> το διάχυτο ή αμυδρό φως της σελήνης (α. «είχε [[φεγγάρι]] λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα [[δέντρο]] [[πολλά]] [[ξερό]] στο [[φέγγος]] [[αποκάτω]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τὸ ἡμερινὸν φῶς... νυκτερινὰ φέγγη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το φως τών ματιών, [[δηλαδή]] η όραση<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ένταση]] του φωτός φάρου, που μετρείται σε φωτιστικές μονάδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως της ημέρας («[[φέγγος]] ἡλίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] της ημέρας («τριταῑον ἤδη [[φέγγος]] αἰωρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[σελήνη]], το [[φεγγάρι]]<br /><b>4.</b> τεχνητό φως, όπως το φως λαμπάδας ή πυρσού («[[φέγγος]] λαμπτήρων», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τέρψη]], [[χαρά]], [[ευφροσύνη]] («λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ [[μείλιχος]] [[αἰών]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) [[τιμή]], [[δόξα]], [[υπερηφάνεια]] («μουσῶν [[φέγγος]] Ὅμηρον», Αντίπ.)<br />γ) [[ακτινοβολία]] («[[φέγγος]] τῆς ἀρετῆς», Φίλ.)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φέγγη</i><br />η [[φωτιά]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φέγγος]] ἰδεῑν [ή προσιδεῑν]» — το να δει [[κανείς]] το φως, το να έλθει στον κόσμο, το να γεννηθεί<br />β) «τὸ [[φέγγος]] τοῡ γάλακτος» — [[γαλαξίας]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φέγγος]] θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>speng</i>- «[[λάμπω]], [[γυαλίζω]]» και να συνδεθεί με τα: λιθουαν. <i>sping</i><i>ě</i><i>ti</i> «[[λάμπω]] απαλά» και <i>spingulỹs</i> «[[σπινθήρας]]», αρχ. αγγλ. <i>spincan</i> «[[σπινθηροβολώ]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spunk</i> «[[προσάναμμα]]»). Ωστόσο, αυτή η ετυμολόγηση προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[αφού]] παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο η [[απουσία]] αρκτικού <i>σ</i>- όσο και η ύπαρξη δασέος -<i>φ</i> στον ελλ. τ. Κατά μία [[άποψη]], οι δυσχέρειες αυτές μπορούν να αρθούν αν η λ. [[φέγγος]] θεωρηθεί [[προϊόν]] συμφυρμού ενός αμάρτυρου <i>σπέγγος</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>speng</i>-) και του συγγενούς οημασιολογικώς [[φάος]] / <i>φως</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αν ληφθεί ως αρχική [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας η [[μορφή]] (<i>s</i>)<i>peng</i>-, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη τ. με και [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> ΙΕ [[ρίζα]] [s]<i>kel</i>- > [[σκέλος]] και [[κῶλον]]). Η λ. [[φέγγος]], ενώ στην [[αρχή]] αποτελούσε ποιητ. [[κυρίως]] τ. με γενική σημ. «φως, [[λάμψη]]», στην ελληνιστική [[εποχή]] άρχισε να χρησιμοποιείται με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] και στον πεζό λόγο με πιο περιορισμένη σημ. για να δηλώσει ειδικά το φως της σελήνης (<b>βλ.</b> και λ. [[φεγγάρι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φεγγίτης]]·<b>αρχ.</b> [[φεγγώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φεγγάρι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φεγγερός]], [[φεγγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φεγγοβόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φεγγοειδής]], [[φεγγοκάτοχος]], [[φεγγοτόκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>φεγγόβολος</i>·(Β' συνθετικό) [[αειφεγγής]], [[αστροφεγγής]] / [[αστεροφεγγής]], [[αφεγγής]], [[διαφεγγής]]·<b>αρχ.</b> [[αγλαοφεγγής]], [[αργυροφεγγής]], [[βροτοφεγγής]], [[δυσφεγγής]], [[επταφεγγής]], [[εριφεγγής]], [[ευφεγγής]], [[ζαφεγγής]], [[ηεροφεγγής]], [[ηλιοφεγγής]], [[ιδιοφεγγής]], [[καλλιφεγγής]], [[κλυτοφεγγής]], [[λαμπροφεγγής]], [[λιποφεγγής]], [[μαρμαροφεγγής]], [[μεγαλοφεγγής]], [[μυροφεγγής]], [[νεοφεγγής]], [[νυκτεροφεγγής]], [[ομοφεγγής]], [[οξυφεγγής]], [[παμφεγγής]], [[περιφεγγής]], [[πολυφεγγής]], [[πυριφεγγής]], [[σκοτοφεγγής]], [[τηλεφεγγής]], [[χρυσεοφεγγής]] / [[χρυσοφεγγής]]·<b>νεοελλ.</b> <i>σεληνοφεγγης</i>].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> φως, [[λάμψη]] (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο [[φέγγος]]» β. «λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> το διάχυτο ή αμυδρό φως της σελήνης (α. «είχε [[φεγγάρι]] λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα [[δέντρο]] [[πολλά]] [[ξερό]] στο [[φέγγος]] [[αποκάτω]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τὸ ἡμερινὸν φῶς... νυκτερινὰ φέγγη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το φως τών ματιών, [[δηλαδή]] η όραση<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ένταση]] του φωτός φάρου, που μετρείται σε φωτιστικές μονάδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως της ημέρας («[[φέγγος]] ἡλίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] της ημέρας («τριταῖον ἤδη [[φέγγος]] αἰωρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[σελήνη]], το [[φεγγάρι]]<br /><b>4.</b> τεχνητό φως, όπως το φως λαμπάδας ή πυρσού («[[φέγγος]] λαμπτήρων», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τέρψη]], [[χαρά]], [[ευφροσύνη]] («λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ [[μείλιχος]] [[αἰών]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) [[τιμή]], [[δόξα]], [[υπερηφάνεια]] («μουσῶν [[φέγγος]] Ὅμηρον», Αντίπ.)<br />γ) [[ακτινοβολία]] («[[φέγγος]] τῆς ἀρετῆς», Φίλ.)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φέγγη</i><br />η [[φωτιά]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φέγγος]] ἰδεῑν [ή προσιδεῑν]» — το να δει [[κανείς]] το φως, το να έλθει στον κόσμο, το να γεννηθεί<br />β) «τὸ [[φέγγος]] τοῡ γάλακτος» — [[γαλαξίας]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φέγγος]] θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>speng</i>- «[[λάμπω]], [[γυαλίζω]]» και να συνδεθεί με τα: λιθουαν. <i>sping</i><i>ě</i><i>ti</i> «[[λάμπω]] απαλά» και <i>spingulỹs</i> «[[σπινθήρας]]», αρχ. αγγλ. <i>spincan</i> «[[σπινθηροβολώ]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spunk</i> «[[προσάναμμα]]»). Ωστόσο, αυτή η ετυμολόγηση προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[αφού]] παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο η [[απουσία]] αρκτικού <i>σ</i>- όσο και η ύπαρξη δασέος -<i>φ</i> στον ελλ. τ. Κατά μία [[άποψη]], οι δυσχέρειες αυτές μπορούν να αρθούν αν η λ. [[φέγγος]] θεωρηθεί [[προϊόν]] συμφυρμού ενός αμάρτυρου <i>σπέγγος</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>speng</i>-) και του συγγενούς οημασιολογικώς [[φάος]] / <i>φως</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αν ληφθεί ως αρχική [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας η [[μορφή]] (<i>s</i>)<i>peng</i>-, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη τ. με και [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> ΙΕ [[ρίζα]] [s]<i>kel</i>- > [[σκέλος]] και [[κῶλον]]). Η λ. [[φέγγος]], ενώ στην [[αρχή]] αποτελούσε ποιητ. [[κυρίως]] τ. με γενική σημ. «φως, [[λάμψη]]», στην ελληνιστική [[εποχή]] άρχισε να χρησιμοποιείται με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] και στον πεζό λόγο με πιο περιορισμένη σημ. για να δηλώσει ειδικά το φως της σελήνης (<b>βλ.</b> και λ. [[φεγγάρι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φεγγίτης]]·<b>αρχ.</b> [[φεγγώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φεγγάρι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φεγγερός]], [[φεγγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φεγγοβόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φεγγοειδής]], [[φεγγοκάτοχος]], [[φεγγοτόκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>φεγγόβολος</i>·(Β' συνθετικό) [[αειφεγγής]], [[αστροφεγγής]] / [[αστεροφεγγής]], [[αφεγγής]], [[διαφεγγής]]·<b>αρχ.</b> [[αγλαοφεγγής]], [[αργυροφεγγής]], [[βροτοφεγγής]], [[δυσφεγγής]], [[επταφεγγής]], [[εριφεγγής]], [[ευφεγγής]], [[ζαφεγγής]], [[ηεροφεγγής]], [[ηλιοφεγγής]], [[ιδιοφεγγής]], [[καλλιφεγγής]], [[κλυτοφεγγής]], [[λαμπροφεγγής]], [[λιποφεγγής]], [[μαρμαροφεγγής]], [[μεγαλοφεγγής]], [[μυροφεγγής]], [[νεοφεγγής]], [[νυκτεροφεγγής]], [[ομοφεγγής]], [[οξυφεγγής]], [[παμφεγγής]], [[περιφεγγής]], [[πολυφεγγής]], [[πυριφεγγής]], [[σκοτοφεγγής]], [[τηλεφεγγής]], [[χρυσεοφεγγής]] / [[χρυσοφεγγής]]·<b>νεοελλ.</b> <i>σεληνοφεγγης</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm