3,277,048
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υχος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οξύ [[άκρο]] βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κοφτερό [[ψαλιδάκι]] για τα νύχια<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ στόνυχες</i><br />τα γαμψά, [[δυνατά]] νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) | |mltxt=-υχος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οξύ [[άκρο]] βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κοφτερό [[ψαλιδάκι]] για τα νύχια<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ στόνυχες</i><br />τα γαμψά, [[δυνατά]] νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Οἰταῖος [[στόνυξ]]» — ο [[χαυλιόδοντας]] του αγριογούρουνου<br />β) «[[λοίγιος]] [[στόνυξ]]» — το [[κεντρί]] του ψαριού [[τρυγών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> «[[νύχι]]» και έναν τ. που ανήκει στην [[οικογένεια]] τών [[στάχυς]] και [[στόχος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |