Anonymous

στόνυξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  14 March 2021
m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υχος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οξύ [[άκρο]] βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κοφτερό [[ψαλιδάκι]] για τα νύχια<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ στόνυχες</i><br />τα γαμψά, [[δυνατά]] νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Οἰταῑος [[στόνυξ]]» — ο [[χαυλιόδοντας]] του αγριογούρουνου<br />β) «[[λοίγιος]] [[στόνυξ]]» — το [[κεντρί]] του ψαριού [[τρυγών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> «[[νύχι]]» και έναν τ. που ανήκει στην [[οικογένεια]] τών [[στάχυς]] και [[στόχος]]].
|mltxt=-υχος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οξύ [[άκρο]] βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κοφτερό [[ψαλιδάκι]] για τα νύχια<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ στόνυχες</i><br />τα γαμψά, [[δυνατά]] νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Οἰταῖος [[στόνυξ]]» — ο [[χαυλιόδοντας]] του αγριογούρουνου<br />β) «[[λοίγιος]] [[στόνυξ]]» — το [[κεντρί]] του ψαριού [[τρυγών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> «[[νύχι]]» και έναν τ. που ανήκει στην [[οικογένεια]] τών [[στάχυς]] και [[στόχος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm