πυρετός: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />η [[κατάσταση]] ατόμου που παρουσιάζει παθολογική ύψωση της θερμοκρασίας του σώματος, [[υπερθερμία]] που συνοδεύεται [[συχνά]] από γενική [[κακοδιαθεσία]] και από διάφορα συμπτώματα («πυρετοὶ ἀμφημερινοί - τριταῑοι - τεταρταῑοι» — πυρετοί που εμφανίζονται [[κάθε]] [[τρίτη]], τέταρτη [[ημέρα]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> εξαιρετική [[ένταση]], έντονη και ασυνήθιστη [[δραστηριότητα]] (α. «αθλητικό πυρετό αναμένεται να προκαλέσει στους κατοίκους της πόλης η [[διοργάνωση]] του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης» β. «ο [[πυρετός]] του έρωτα»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πυρετοί</i><br />οι ελώδεις πυρετοί, οι πυρετοί που παρουσιάζονται σε [[περίπτωση]] ελονοσίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταρρακτικός [[πυρετός]] τών προβάτων»<br /><b>([[κτην]].)</b> μολυσματική [[ασθένεια]] του προβάτου που οφείλεται σε έναν ιό, ο [[οποίος]] μεταδίδεται από τα κουνούπια και προκαλεί [[κυάνωση]] της γλώσσας και άλλα συμπτώματα, όπως ρινίτιδες, [[εντερίτιδα]], [[χωλότητα]] κ.λπ.<br />β) «[[ανθρακικός]] [[πυρετός]]»<br /><b>([[κτην]].)</b> ο [[βακτηριακός]] [[άνθρακας]]<br />γ) «[[γαλακτώδης]] [[πυρετός]]»<br /><b>([[κτην]].)</b> μεταδοτική [[νόσος]] που απαντά [[κυρίως]] στις παχιές γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες και χαρακτηρίζεται από γενική [[πάρεση]], μερικές φορές και από [[απώλεια]] συνείδησης που επέρχεται τη [[στιγμή]] του τοκετού<br />δ) «[[πυρετός]] της κοιλάδας του Ριφτ»<br /><b>ιατρ.</b> μολυσματική, τοξική [[νόσος]] [[κοινή]] στον άνθρωπο και στα μηρυκαστικά, που οφείλεται σε ιό και χαρακτηρίζεται κλινικά από διαρροϊκή [[εντερίτιδα]] και εμετούς και ανατομικά από νεκρωτικές βλάβες του [[ήπατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />φλογερή [[θερμότητα]], [[κάψα]] («φέρει πολλὺν πυρετὸν δειλοῑσι βροτοῑσιν [ενν. ο [[Σείριος]]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νιφ</i>-[[ετός]], <i>πάχ</i>-<i>ετος</i>, <i>συρφ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />η [[κατάσταση]] ατόμου που παρουσιάζει παθολογική ύψωση της θερμοκρασίας του σώματος, [[υπερθερμία]] που συνοδεύεται [[συχνά]] από γενική [[κακοδιαθεσία]] και από διάφορα συμπτώματα («πυρετοὶ ἀμφημερινοί - τριταῖοι - τεταρταῖοι» — πυρετοί που εμφανίζονται [[κάθε]] [[τρίτη]], τέταρτη [[ημέρα]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> εξαιρετική [[ένταση]], έντονη και ασυνήθιστη [[δραστηριότητα]] (α. «αθλητικό πυρετό αναμένεται να προκαλέσει στους κατοίκους της πόλης η [[διοργάνωση]] του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης» β. «ο [[πυρετός]] του έρωτα»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πυρετοί</i><br />οι ελώδεις πυρετοί, οι πυρετοί που παρουσιάζονται σε [[περίπτωση]] ελονοσίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταρρακτικός [[πυρετός]] τών προβάτων»<br /><b>([[κτην]].)</b> μολυσματική [[ασθένεια]] του προβάτου που οφείλεται σε έναν ιό, ο [[οποίος]] μεταδίδεται από τα κουνούπια και προκαλεί [[κυάνωση]] της γλώσσας και άλλα συμπτώματα, όπως ρινίτιδες, [[εντερίτιδα]], [[χωλότητα]] κ.λπ.<br />β) «[[ανθρακικός]] [[πυρετός]]»<br /><b>([[κτην]].)</b> ο [[βακτηριακός]] [[άνθρακας]]<br />γ) «[[γαλακτώδης]] [[πυρετός]]»<br /><b>([[κτην]].)</b> μεταδοτική [[νόσος]] που απαντά [[κυρίως]] στις παχιές γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες και χαρακτηρίζεται από γενική [[πάρεση]], μερικές φορές και από [[απώλεια]] συνείδησης που επέρχεται τη [[στιγμή]] του τοκετού<br />δ) «[[πυρετός]] της κοιλάδας του Ριφτ»<br /><b>ιατρ.</b> μολυσματική, τοξική [[νόσος]] [[κοινή]] στον άνθρωπο και στα μηρυκαστικά, που οφείλεται σε ιό και χαρακτηρίζεται κλινικά από διαρροϊκή [[εντερίτιδα]] και εμετούς και ανατομικά από νεκρωτικές βλάβες του [[ήπατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />φλογερή [[θερμότητα]], [[κάψα]] («φέρει πολλὺν πυρετὸν δειλοῑσι βροτοῑσιν [ενν. ο [[Σείριος]]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νιφ</i>-[[ετός]], <i>πάχ</i>-<i>ετος</i>, <i>συρφ</i>-[[ετός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm