προσεκπνέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.<br /><b>αρχ.</b><br />εξατμίζομαι.
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσεκπνεύσω τὸ πνεῦμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.<br /><b>αρχ.</b><br />εξατμίζομαι.
}}
}}