3,274,246
edits
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[δανείζω]]) [[δάνειον]]<br />Ι. 1. [[δίνω]] χρήματα σε κάποιον ο [[οποίος]] [[είναι]] υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τον δάνεισα 10 χιλιάδες», «[[μηδὲ]] δανείζειν ἐπὶ τόκῳ»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] δικό μου σε κάποιον για να το χρησιμοποιήσει προσωρινά και να μού το επιστρέψει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «στον πόλεμο άρματα δεν δανείζουν» — δεν δανείζει [[κανείς]] [[κάτι]] που του [[είναι]] εντελώς απαραίτητο<br />6) «ο [[σκύλος]] δεν δανείζει κόκαλα» — δεν πρόκειται να παραχωρήσει [[κανείς]] [[κάτι]] ζωτικό γι' αυτόν τον ίδιο<br />II. <i>δανείζομαι</i> (AM δανείζομαι)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] χρήματα ή [[οτιδήποτε]] [[άλλο]] με την [[υποχρέωση]] να τά επιστρέψω<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[ξένο]] που φαίνεται σαν να [[είναι]] δικό μου («η [[σελήνη]] δανείζεται το φως της από τον ήλιο», «ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἀπὸ τοῦ κόσμου δανειζόμενοι μόρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δανείζεσθαι ἐπὶ | |mltxt=(AM [[δανείζω]]) [[δάνειον]]<br />Ι. 1. [[δίνω]] χρήματα σε κάποιον ο [[οποίος]] [[είναι]] υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τον δάνεισα 10 χιλιάδες», «[[μηδὲ]] δανείζειν ἐπὶ τόκῳ»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] δικό μου σε κάποιον για να το χρησιμοποιήσει προσωρινά και να μού το επιστρέψει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «στον πόλεμο άρματα δεν δανείζουν» — δεν δανείζει [[κανείς]] [[κάτι]] που του [[είναι]] εντελώς απαραίτητο<br />6) «ο [[σκύλος]] δεν δανείζει κόκαλα» — δεν πρόκειται να παραχωρήσει [[κανείς]] [[κάτι]] ζωτικό γι' αυτόν τον ίδιο<br />II. <i>δανείζομαι</i> (AM δανείζομαι)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] χρήματα ή [[οτιδήποτε]] [[άλλο]] με την [[υποχρέωση]] να τά επιστρέψω<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[ξένο]] που φαίνεται σαν να [[είναι]] δικό μου («η [[σελήνη]] δανείζεται το φως της από τον ήλιο», «ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἀπὸ τοῦ κόσμου δανειζόμενοι μόρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δανείζεσθαι ἐπὶ τοῖς σώμασι» — το να δανείζεται [[κανείς]] με [[ενέχυρο]] το [[σώμα]] του, υποθηκεύοντας την [[ελευθερία]] του. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |