Anonymous

δανείζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δανείζω''': μέλλ. –είσω Δημ. 941. 27 ([[διότι]] οἱ τύποι δανειῶ, -οῦμαι ἀπαντῶσι μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. θεριῶ, Βαστ. Γρηγ. σ. 174)· ἀόρ. ἐδάνεισα Ξεν., κτλ.· πρκμ. δεδάνεικα Δημ. 941. 28. ― Μέσ., ἐνεστ., μέλλ., ἀόρ. παρὰ Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι [[μετὰ]] μέσ. σημασ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 19, Δημ. 982. 5., 1030. 16. ― Παθ., ἀόρ. ἐδανείσθην Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28, Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι ὁ αὐτ. 945. 27., 1200. 10· ([[δάνος]]). Παρέχω χρήματα ἐπὶ τόκῳ ἢ ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 144, Ἀριστοφ. Θεσμ. 842 κ. ἀλλ.· πληρέστερον, δ. ἐπὶ τόκῳ Πλάτ. Νόμ. 742C· δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Δημ. 1250. 21, πρβλ. Αἰσχίν. 15. 16· δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις, ἐπὶ τῇ ἀσφαλείᾳ, ἐπὶ ἐνεχυράσει τῶν…, Δημ. 822. 10· [[οὕτως]], εἰς τὰ ἡμέτερα αὐτ. 14· δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον ὁ αὐτ. 924. 10, κἑξ.· πρβλ. [[ναυτικός]], ἑτερόπλους. 2) Μέσ., [[λαμβάνω]] χρήματα ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1306, κτλ.· ἀπό τινος Πλάτ. Τίμ. 42Ε· ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Δημ. 13. 19. ― Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀντιτίθενται, ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον [[ἀργύριον]] παρὰ Δημ. 926. 24, πρβλ. Λυσ. 148. 12, κἑξ. 3) Παθ., ἐπὶ τῶν χρημάτων, δίδομαι ἐπὶ τόκῳ, ὡς [[δάνειον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 756, Ξεν., Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''δανείζω''': μέλλ. –είσω Δημ. 941. 27 ([[διότι]] οἱ τύποι δανειῶ, -οῦμαι ἀπαντῶσι μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. θεριῶ, Βαστ. Γρηγ. σ. 174)· ἀόρ. ἐδάνεισα Ξεν., κτλ.· πρκμ. δεδάνεικα Δημ. 941. 28. ― Μέσ., ἐνεστ., μέλλ., ἀόρ. παρὰ Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι μετὰ μέσ. σημασ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 19, Δημ. 982. 5., 1030. 16. ― Παθ., ἀόρ. ἐδανείσθην Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28, Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι ὁ αὐτ. 945. 27., 1200. 10· ([[δάνος]]). Παρέχω χρήματα ἐπὶ τόκῳ ἢ ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 144, Ἀριστοφ. Θεσμ. 842 κ. ἀλλ.· πληρέστερον, δ. ἐπὶ τόκῳ Πλάτ. Νόμ. 742C· δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Δημ. 1250. 21, πρβλ. Αἰσχίν. 15. 16· δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις, ἐπὶ τῇ ἀσφαλείᾳ, ἐπὶ ἐνεχυράσει τῶν…, Δημ. 822. 10· [[οὕτως]], εἰς τὰ ἡμέτερα αὐτ. 14· δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον ὁ αὐτ. 924. 10, κἑξ.· πρβλ. [[ναυτικός]], ἑτερόπλους. 2) Μέσ., [[λαμβάνω]] χρήματα ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1306, κτλ.· ἀπό τινος Πλάτ. Τίμ. 42Ε· ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Δημ. 13. 19. ― Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀντιτίθενται, ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον [[ἀργύριον]] παρὰ Δημ. 926. 24, πρβλ. Λυσ. 148. 12, κἑξ. 3) Παθ., ἐπὶ τῶν χρημάτων, δίδομαι ἐπὶ τόκῳ, ὡς [[δάνειον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 756, Ξεν., Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly