3,277,002
edits
(8) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM δειλιῶ, -άω) [[δειλία]]<br />κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από [[δειλία]] (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός<br />β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε | |mltxt=(AM δειλιῶ, -άω) [[δειλία]]<br />κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από [[δειλία]] (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός<br />β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῖς πολεμίοις»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φοβάμαι]] κάποιον ή [[κάτι]] («δε σε [[δειλιώ]] ουδ' εσένα», «[[πάλιν]] τὴν [[νύκτα]] δειλιᾷς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον διστακτικό<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) [[θολώνω]], [[βουρκώνω]] («τρέμ' η [[καρδιά]] μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»). | ||
}} | }} |