Anonymous

δειλιώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
(8)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM δειλιῶ, -άω) [[δειλία]]<br />κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από [[δειλία]] (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός<br />β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φοβάμαι]] κάποιον ή [[κάτι]] («δε σε [[δειλιώ]] ουδ' εσένα», «[[πάλιν]] τὴν [[νύκτα]] δειλιᾷς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον διστακτικό<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) [[θολώνω]], [[βουρκώνω]] («τρέμ' η [[καρδιά]] μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»).
|mltxt=(AM δειλιῶ, -άω) [[δειλία]]<br />κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από [[δειλία]] (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός<br />β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῖς πολεμίοις»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φοβάμαι]] κάποιον ή [[κάτι]] («δε σε [[δειλιώ]] ουδ' εσένα», «[[πάλιν]] τὴν [[νύκτα]] δειλιᾷς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον διστακτικό<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) [[θολώνω]], [[βουρκώνω]] («τρέμ' η [[καρδιά]] μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»).
}}
}}