πώς: Difference between revisions

No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
(cc2)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=πῶς ΝΜΑ<br /> <b>1.</b> (στην [[αρχή]] ευθείας ερώτησης με [[τροπική]] [[σημασία]] προκειμένου να δηλώσει [[απορία]], [[έκπληξη]], θαυμασμό, [[δυσαρέσκεια]], [[αμφιβολία]]) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την [[αίτηση]];» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση [[ταλαιπωρία]]!» γ. «πώς μιλάς [[έτσι]];» δ. «πῶς τούτ' ἔλεξας;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>2.</b> στην [[αρχή]] πλάγιας ερώτησης [[αντί]] του αναφορικού όπως (α. «αγωνίζεται πώς να τά βγάλει [[πέρα]]» β. «[[μένω]] δ' ἀκοῡσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε [[συνεκφορά]] με το <i>δεν</i> για να δηλώσει έντονη [[απορία]] («πώς δεν έπεσες να σκοτωθείς;»)<br /> β) με [[υποτακτική]] για να δηλώσει [[κάτι]] το δυσχερές ή το αδύνατο («πώς να τα βγάλει [[πέρα]] με έναν [[μισθό]];»)<br /> γ) για να δηλώσει έντονη [[συναίνεση]], [[αντί]] του <i>βεβαιότατα</i> («πώς! θέλει και [[ερώτημα]];»)<br /> δ) ως ερωτηματικό [[μόριο]], [[αντί]] του <i>τί</i>, για την [[επανάληψη]] ενός λόγου που δεν ακούστηκε καλά<br /> <b>2.</b> για ποιον λόγο, [[γιατί]] («πώς το έκανες αυτό;»)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> «έκανε πώς και πώς (ή πώς και τί)» — λέγεται για να δηλώσει: α) [[μεγάλη]] [[λαχτάρα]], [[αναμονή]], [[αγωνία]] («έκανε πώς και πώς για να τόν δει»)<br /> β) [[επιδίωξη]] με [[κάθε]] [[μέσο]] («έκανε πώς και πώς για να τόν [[πείσει]]»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε διάλογο με [[επανάληψη]] λέξης ή φράσης, που έχει ήδη λεχθεί, για [[διασάφηση]], [[εξήγηση]] («μὴ [[δίκαιος]] ὤν. — Πῶς μὴ [[δίκαιος]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) με μόρια, όπως το <i>πῶς ἄν</i>.... ; ή το <i>πῶς κε</i>(<i>ν</i>)... ;, για να δηλώσει [[ευχή]]<br /> γ) με ευκτική για να δηλώσει [[επιθυμία]] («πῶς ἄν οὖν πρὸς τοῑς ἀγαθοῑς τούτοισιν ἐξεύροις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> δ) σε [[συνεκφορά]] με το δὲ για να δηλώσει έντονη [[αντίρρηση]] («πῶς δὲ σύ νῡν μέμονας, κύον ἀδεές... ;», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> ε) ως [[επιφώνημα]] («πῶς [[παραχρῆμα]] ἐξηράνθη... !», ΚΔ.)<br /> στ) με ρήματα που δηλώνουν [[πώληση]], που έχει τη [[σημασία]]: σε ποια [[τιμή]], πόσο («πῶς ὁ σῑτος [[ὤνιος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῶς ἄρα... ;» και «πῶς οὖν... ;» και «πῶς οὖν ἄν... ;» — με ποιον τρόπο [[λοιπόν]], και [[έπειτα]]; («πῶς οὖν τόθ' [[οὗτος]] ὁ σοφὸς οὐκ ηὔδα [[τάδε]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) «πῶς γάρ... ;» και «καὶ πῶς» — [[γιατί]] πώς [[είναι]] δυνατόν να... («καὶ πῶς, ὦ Σώκρατες, [[τέρας]] γὰρ ἄν εἴη ὅ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) «πῶς δή;» και «πῶς γὰρ δή;» και «πῶς [[δῆτα]];» — με ποιον τρόπο μα την [[αλήθεια]]... («πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας [[τάδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> δ) «πῶς καί;» και «πῶς δὲ καί;» — με ποιον τρόπο ακριβώς («πῶς καὶ νιν ἐξεπράξατ';», <b>Ευρ.</b>)<br /> ε) «πῶς δοκεῑς;»<br /> (σε διάλογο ως παρενθετική [[φράση]]) ι) (με ερώτημ. σημ.) με ποιον τρόπο, [[λοιπόν]], νομίζεις... ;<br /> ii) ([[χωρίς]] ερωτημ. σημ.) [[λίαν]], [[πάρα]] πολύ («οἱ δ' ἐγκατακείμενοι παρ' αὐτῷ πῶς δοκεῑς τὸν Πλοῡτον ἠσπάζοντο», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>].
|mltxt=πῶς ΝΜΑ<br /> <b>1.</b> (στην [[αρχή]] ευθείας ερώτησης με [[τροπική]] [[σημασία]] προκειμένου να δηλώσει [[απορία]], [[έκπληξη]], θαυμασμό, [[δυσαρέσκεια]], [[αμφιβολία]]) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την [[αίτηση]];» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση [[ταλαιπωρία]]!» γ. «πώς μιλάς [[έτσι]];» δ. «πῶς τούτ' ἔλεξας;», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>2.</b> στην [[αρχή]] πλάγιας ερώτησης [[αντί]] του αναφορικού όπως (α. «αγωνίζεται πώς να τά βγάλει [[πέρα]]» β. «[[μένω]] δ' ἀκοῡσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε [[συνεκφορά]] με το <i>δεν</i> για να δηλώσει έντονη [[απορία]] («πώς δεν έπεσες να σκοτωθείς;»)<br /> β) με [[υποτακτική]] για να δηλώσει [[κάτι]] το δυσχερές ή το αδύνατο («πώς να τα βγάλει [[πέρα]] με έναν [[μισθό]];»)<br /> γ) για να δηλώσει έντονη [[συναίνεση]], [[αντί]] του <i>βεβαιότατα</i> («πώς! θέλει και [[ερώτημα]];»)<br /> δ) ως ερωτηματικό [[μόριο]], [[αντί]] του <i>τί</i>, για την [[επανάληψη]] ενός λόγου που δεν ακούστηκε καλά<br /> <b>2.</b> για ποιον λόγο, [[γιατί]] («πώς το έκανες αυτό;»)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> «έκανε πώς και πώς (ή πώς και τί)» — λέγεται για να δηλώσει: α) [[μεγάλη]] [[λαχτάρα]], [[αναμονή]], [[αγωνία]] («έκανε πώς και πώς για να τόν δει»)<br /> β) [[επιδίωξη]] με [[κάθε]] [[μέσο]] («έκανε πώς και πώς για να τόν [[πείσει]]»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται: α) σε διάλογο με [[επανάληψη]] λέξης ή φράσης, που έχει ήδη λεχθεί, για [[διασάφηση]], [[εξήγηση]] («μὴ [[δίκαιος]] ὤν. — Πῶς μὴ [[δίκαιος]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) με μόρια, όπως το <i>πῶς ἄν</i>.... ; ή το <i>πῶς κε</i>(<i>ν</i>)... ;, για να δηλώσει [[ευχή]]<br /> γ) με ευκτική για να δηλώσει [[επιθυμία]] («πῶς ἄν οὖν πρὸς τοῖς ἀγαθοῑς τούτοισιν ἐξεύροις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> δ) σε [[συνεκφορά]] με το δὲ για να δηλώσει έντονη [[αντίρρηση]] («πῶς δὲ σύ νῡν μέμονας, κύον ἀδεές... ;», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> ε) ως [[επιφώνημα]] («πῶς [[παραχρῆμα]] ἐξηράνθη... !», ΚΔ.)<br /> στ) με ρήματα που δηλώνουν [[πώληση]], που έχει τη [[σημασία]]: σε ποια [[τιμή]], πόσο («πῶς ὁ σῑτος [[ὤνιος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῶς ἄρα... ;» και «πῶς οὖν... ;» και «πῶς οὖν ἄν... ;» — με ποιον τρόπο [[λοιπόν]], και [[έπειτα]]; («πῶς οὖν τόθ' [[οὗτος]] ὁ σοφὸς οὐκ ηὔδα [[τάδε]];», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) «πῶς γάρ... ;» και «καὶ πῶς» — [[γιατί]] πώς [[είναι]] δυνατόν να... («καὶ πῶς, ὦ Σώκρατες, [[τέρας]] γὰρ ἄν εἴη ὅ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) «πῶς δή;» και «πῶς γὰρ δή;» και «πῶς [[δῆτα]];» — με ποιον τρόπο μα την [[αλήθεια]]... («πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας [[τάδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> δ) «πῶς καί;» και «πῶς δὲ καί;» — με ποιον τρόπο ακριβώς («πῶς καὶ νιν ἐξεπράξατ';», <b>Ευρ.</b>)<br /> ε) «πῶς δοκεῑς;»<br /> (σε διάλογο ως παρενθετική [[φράση]]) ι) (με ερώτημ. σημ.) με ποιον τρόπο, [[λοιπόν]], νομίζεις... ;<br /> ii) ([[χωρίς]] ερωτημ. σημ.) [[λίαν]], [[πάρα]] πολύ («οἱ δ' ἐγκατακείμενοι παρ' αὐτῷ πῶς δοκεῑς τὸν Πλοῡτον ἠσπάζοντο», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru