ἐπιχαλκεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "<b class="b2">'([\w]+) ([\w]+)'<\/b>" to "'$1'")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχαλκεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με τη [[σφύρα]] (πυρακτωμένο [[μέταλλο]]) [[επάνω]] στον άκμονα, στο [[αμόνι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[σκληρός]], [[αμετακίνητος]] σαν το [[αμόνι]] («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» — θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα [[αμόνι]], δεν θα κουνηθώ [[καθόλου]], <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχαλκεύομαι</i><br />έχω επιστρωθεί, επενδυθεί («λεπίδες τοῑς κίοσιν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῑ» — φύλλα χρυσού επενδεδυμένα σε όλη την [[επιφάνεια]] τών κιόνων).
|mltxt=[[ἐπιχαλκεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με τη [[σφύρα]] (πυρακτωμένο [[μέταλλο]]) [[επάνω]] στον άκμονα, στο [[αμόνι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[σκληρός]], [[αμετακίνητος]] σαν το [[αμόνι]] («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» — θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα [[αμόνι]], δεν θα κουνηθώ [[καθόλου]], <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχαλκεύομαι</i><br />έχω επιστρωθεί, επενδυθεί («λεπίδες τοῖς κίοσιν ἐπικεχαλκευμέναι [[πανταχόθεν]] χρυσαῑ» — φύλλα χρυσού επενδεδυμένα σε όλη την [[επιφάνεια]] τών κιόνων).
}}
}}
{{lsm
{{lsm