3,273,773
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους, το / [[χεῖλος]], -είλους και -<i>είλεος</i>, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. [[χέλλος]] Α<br /><b>1.</b> καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές του δέρματος που αποτελούν το [[περίγραμμα]] της στοματικής σχισμής, το [[χείλι]] και αχείλι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) το ακραίο [[τμήμα]] αντικειμένου ή επιφάνειας με την οποία οριοθετείται ένα [[άνοιγμα]] (α. «γέμισε το [[ποτήρι]] ώς τα χείλη» β. «το [[χείλος]] του κρατήρα» γ. «δώσω τοι κρητήρα τετυγμένον<br />[[ἀργύρεος]] δὲ ἔστιν [[ἅπας]], χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα [[κεκράανται]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «τῆς τάφρου τὰ χείλεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χείλος]] αιδοίου»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις παράλληλες δερματικές πτυχές που αφορίζουν από [[κάθε]] [[πλευρά]] τη [[σχισμή]] του αιδοίου<br />β) «δάγκωσε τα χείλη σου» — λέγεται σε κάποιον που είπε [[κάτι]] ανεπιθύμητο ή [[κάτι]] το οποίο δεν έπρεπε να πει<br />γ) «από χείλη βγήκε σε χείλη μπήκε» — δηλώνει ότι ένα [[μυστικό]], από τη [[στιγμή]] που θα ειπωθεί [[έστω]] και από έναν, γίνεται [[αμέσως]] γνωστό σε πολλούς<br />δ) «στο [[χείλος]] του γκρεμού [ή της αβύσσου]»<br /><b>μτφ.</b> σε ιδιαίτερα κρίσιμη [[θέση]]<br />ε) «με την [[ψυχή]] στα χείλη» — σε [[κατάσταση]] σωματικής ή ψυχικής καταπόνησης<br />στ) «μού 'ψήσε το [[ψάρι]] στα χείλη» — μέ τυράννησε, μέ βασάνισε, μού 'βγαλε το [[λάδι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «άρρωστο [[χείλος]] και νηστικό μαγούλι» — δηλώνει ότι τα ωχρά χείλη [[είναι]] [[σύμπτωμα]] νοσηρής κατάστασης, ενώ τα αδύνατα μάγουλα [[μεγάλης]] φτώχειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[γλώσσα]], το [[μέσο]] επικοινωνίας [[μεταξύ]] τών ανθρώπων («καὶ ἦν πᾱσα ἡ γῆ χεῑλος ἕν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[ράμφος]] πτηνού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δάκνω]] τὰ χείλη» — λεγόταν για να δηλωθεί η ιδιαίτερα δύσκολη [[θέση]] ή το [[δίλημμα]] ενός προσώπου (Εύβουλ)<br />β) «τοῑς χείλεσι» και «ἐν τοῖς χείλεσι» — φαινομενικά, όχι αληθινά (ΠΔ και ΚΔ)<br />γ) «ἀπ' ἄκρου χείλους» — επιπόλαια (<b>Λουκιαν.</b>)<br />δ) «ἀπὸ χειλέων» — [[χωρίς]] ειλικρινή ψυχική [[διάθεση]], επιφανειακά (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «χείλεσιν ἀμφιλάλοις» — με ακατάσχετη [[φλυαρία]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) «[[πειθώ]] τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν» — λεγόταν σχετικά με τη [[ρητορική]] [[δεινότητα]] του Περικλέους <b>(Εύπ.)</b><br />ζ) «ἐπ' ἄκρου | |mltxt=-ους, το / [[χεῖλος]], -είλους και -<i>είλεος</i>, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. [[χέλλος]] Α<br /><b>1.</b> καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές του δέρματος που αποτελούν το [[περίγραμμα]] της στοματικής σχισμής, το [[χείλι]] και αχείλι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) το ακραίο [[τμήμα]] αντικειμένου ή επιφάνειας με την οποία οριοθετείται ένα [[άνοιγμα]] (α. «γέμισε το [[ποτήρι]] ώς τα χείλη» β. «το [[χείλος]] του κρατήρα» γ. «δώσω τοι κρητήρα τετυγμένον<br />[[ἀργύρεος]] δὲ ἔστιν [[ἅπας]], χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα [[κεκράανται]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «τῆς τάφρου τὰ χείλεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χείλος]] αιδοίου»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις παράλληλες δερματικές πτυχές που αφορίζουν από [[κάθε]] [[πλευρά]] τη [[σχισμή]] του αιδοίου<br />β) «δάγκωσε τα χείλη σου» — λέγεται σε κάποιον που είπε [[κάτι]] ανεπιθύμητο ή [[κάτι]] το οποίο δεν έπρεπε να πει<br />γ) «από χείλη βγήκε σε χείλη μπήκε» — δηλώνει ότι ένα [[μυστικό]], από τη [[στιγμή]] που θα ειπωθεί [[έστω]] και από έναν, γίνεται [[αμέσως]] γνωστό σε πολλούς<br />δ) «στο [[χείλος]] του γκρεμού [ή της αβύσσου]»<br /><b>μτφ.</b> σε ιδιαίτερα κρίσιμη [[θέση]]<br />ε) «με την [[ψυχή]] στα χείλη» — σε [[κατάσταση]] σωματικής ή ψυχικής καταπόνησης<br />στ) «μού 'ψήσε το [[ψάρι]] στα χείλη» — μέ τυράννησε, μέ βασάνισε, μού 'βγαλε το [[λάδι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «άρρωστο [[χείλος]] και νηστικό μαγούλι» — δηλώνει ότι τα ωχρά χείλη [[είναι]] [[σύμπτωμα]] νοσηρής κατάστασης, ενώ τα αδύνατα μάγουλα [[μεγάλης]] φτώχειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[γλώσσα]], το [[μέσο]] επικοινωνίας [[μεταξύ]] τών ανθρώπων («καὶ ἦν πᾱσα ἡ γῆ χεῑλος ἕν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[ράμφος]] πτηνού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δάκνω]] τὰ χείλη» — λεγόταν για να δηλωθεί η ιδιαίτερα δύσκολη [[θέση]] ή το [[δίλημμα]] ενός προσώπου (Εύβουλ)<br />β) «τοῑς χείλεσι» και «ἐν τοῖς χείλεσι» — φαινομενικά, όχι αληθινά (ΠΔ και ΚΔ)<br />γ) «ἀπ' ἄκρου χείλους» — επιπόλαια (<b>Λουκιαν.</b>)<br />δ) «ἀπὸ χειλέων» — [[χωρίς]] ειλικρινή ψυχική [[διάθεση]], επιφανειακά (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «χείλεσιν ἀμφιλάλοις» — με ακατάσχετη [[φλυαρία]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />στ) «[[πειθώ]] τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν» — λεγόταν σχετικά με τη [[ρητορική]] [[δεινότητα]] του Περικλέους <b>(Εύπ.)</b><br />ζ) «ἐπ' ἄκρου τοῦ χείλους ἔχω τι» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[επιπολαιότητα]] (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί πιθ. να συνδεθεί με έναν αβέβαιης σημ. αρχ. ισλανδ. τ. <i>gjolnar</i>, ο [[οποίος]] ερμηνεύεται από τους μελετητές [[είτε]] ως «[[σαγόνι]]» [[είτε]] ως «[[μουστάκι]]». Οι παρλλ. τ. <i>χῆλος</i> και [[χέλλος]], με τους οποίους απαντά η λ. [[χεῖλος]] στις άλλες διαλέκτους, οδηγούν στην [[αναγωγή]] της σε ένα θ. <i>χελ</i>-, [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατόν να προσδιοριστεί το [[επίθημα]], [[αφού]] οι διαλεκτικές αυτές γρφ. θα μπορούσε να έχουν προέλθει [[είτε]] από τ. <i>χελ</i>-<i>σος</i> [[είτε]] από τ. <i>χελ</i>-<i>νος</i>. Αντίθετα, [[ένας]] τ. <i>χελ</i>-<i>Fος</i> δεν θεωρείται [[πιθανός]], [[γιατί]] με [[βάση]] αυτόν θα μπορούσε να ερμηνευθεί μόνον ο τ. [[χεῖλος]]. Τέλος, η λ. [[χεῖλος]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με τον τ. [[χελύνη]]]. | ||
}} | }} |