3,274,916
edits
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM [[ἐναντίον]]<br />Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με εχθρ. διάθ.) [[κατά]] κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> αντίθετα με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> σε αντίθετη [[κατεύθυνση]], [[κόντρα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αντιστρόφως, αντιθέτως [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (με [[άρθρο]]) [[τουναντίον]]<br />αντιθέτως, αντιστρόφως<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλιώς]], [[ειδεμή]] («ὅσοι Ρωμαῖοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)<br /><b>2.</b> <b>(τοπικ.)</b> [[απέναντι]], [[αντίκρυ]], αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)<br /><b>3.</b> ([[αναφορά]]) [[απέναντι]] σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν [[ἐναντίον]] | |mltxt=και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM [[ἐναντίον]]<br />Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με εχθρ. διάθ.) [[κατά]] κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> αντίθετα με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> σε αντίθετη [[κατεύθυνση]], [[κόντρα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αντιστρόφως, αντιθέτως [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (με [[άρθρο]]) [[τουναντίον]]<br />αντιθέτως, αντιστρόφως<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλιώς]], [[ειδεμή]] («ὅσοι Ρωμαῖοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)<br /><b>2.</b> <b>(τοπικ.)</b> [[απέναντι]], [[αντίκρυ]], αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)<br /><b>3.</b> ([[αναφορά]]) [[απέναντι]] σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν [[ἐναντίον]] τοῦ Θεοῡ καὶ τῶν ἀνθρώπων», Ιερόθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον (α. «τὸν ξεῑνον [[ἐναντίον]] ὧδε κάλεσσον», Ομήρ. Οδ.<br />β. «[[ἐναντίον]] ἁπάντων λέγειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] [[πρόσωπο]] («αἰσχύνομαί σε προσβλέπειν [[εναντίον]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) [[τοὐναντίον]]<br />α) αντιθέτως, αντιστρόφως<br />β) εξάλλου («ἤ [[πάλιν]] [[τοὐναντίον]]», Μένανδρ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |