3,270,341
edits
(35) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=προσποιοῦμαι, -έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, -έω, Α<br />καμώνομαι, [[κάνω]] ότι..., [[προσπαθώ]] να [[φανώ]] [[διαφορετικός]] από ό,τι [[είμαι]], [[υποκρίνομαι]] (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απομιμούμαι]], [[μιμούμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) <i>προσποιημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[προσποιητός]], [[πλαστός]], [[ψεύτικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσάπτω]], [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («προσποιησάμενος ξύλινον [[πόδα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[παίρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου, [[προσελκύω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου [[χωρίς]] να μού ανήκει, σφετερίζομαι, [[οικειοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> (με [[άρνηση]]) [[υποκρίνομαι]] ότι δεν έχω [[κάτι]] («δεῑ δέ, καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῑσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ενεργ.) α) [[παραχωρώ]]<br />β) [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]]. | ||
}} | }} |