ῥᾴδιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ῥαίδιος και ῥάδιος, -ία, -ον, και επικ. και ιων. τ. [[ῥηΐδιος]] και [[ῥῄδιος]], -ίη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[εύκολος]], [[ιδίως]] αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («[[τάφρος]]... [[οὔτε]] περῆσαι ῥηιδίη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφυής]], [[κατάλληλος]] («[[ῥᾴδια]]... ἤθεα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απερίσκεπτος]], [[απρόσεκτος]] ή [[αμελής]] («[[ῥᾴδιος]] τὸν τρόπον καὶ πρὸς πᾱσαν ἀδικίαν [[εὔκολος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[έτοιμος]] ή [[πρόθυμος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ῥᾴδιόν [ἐστι]» (με απαρμφ.)<br />i) [[είναι]] εύκολο να<br />ii) [[είναι]] ασήμαντο<br />β) «ἐκ ῥᾳδίας»<br />(με επιρρμ. σημ.) εύκολα<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῑν οὐ ῥᾴδιον» — [[είναι]] αδύνατον να διορθωθεί ο [[κακός]] και διεστραμμένος [[χαρακτήρας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥᾳδίως</i> ΜΑ, και αιολ. τ. βραϊδίως και επικ. και ιων. τ. ῥηϊδίως και ῥηδίως Α<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, ευχερώς («τοὺς σοὺς... μύθους ῥαδίως ἐγὼ [[φέρω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[ετοιμότητα]] ή με [[προθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απερισκεψία]], με [[επιπολαιότητα]] («[[ὅπως]] μὴ ῥᾳδίως περὶ μεγάλων πραγμάτων... βουλεύσησθε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐ ῥᾳδίως» — [[μόλις]] και με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>ῥᾶ</i> (Ι) / <i>ῥῆα</i> «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αιφν</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=και ῥαίδιος και ῥάδιος, -ία, -ον, και επικ. και ιων. τ. [[ῥηΐδιος]] και [[ῥῄδιος]], -ίη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[εύκολος]], [[ιδίως]] αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («[[τάφρος]]... [[οὔτε]] περῆσαι ῥηιδίη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφυής]], [[κατάλληλος]] («[[ῥᾴδια]]... ἤθεα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απερίσκεπτος]], [[απρόσεκτος]] ή [[αμελής]] («[[ῥᾴδιος]] τὸν τρόπον καὶ πρὸς πᾱσαν ἀδικίαν [[εὔκολος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[έτοιμος]] ή [[πρόθυμος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ῥᾴδιόν [ἐστι]» (με απαρμφ.)<br />i) [[είναι]] εύκολο να<br />ii) [[είναι]] ασήμαντο<br />β) «ἐκ ῥᾳδίας»<br />(με επιρρμ. σημ.) εύκολα<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον» — [[είναι]] αδύνατον να διορθωθεί ο [[κακός]] και διεστραμμένος [[χαρακτήρας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥᾳδίως</i> ΜΑ, και αιολ. τ. βραϊδίως και επικ. και ιων. τ. ῥηϊδίως και ῥηδίως Α<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, ευχερώς («τοὺς σοὺς... μύθους ῥαδίως ἐγὼ [[φέρω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[ετοιμότητα]] ή με [[προθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απερισκεψία]], με [[επιπολαιότητα]] («[[ὅπως]] μὴ ῥᾳδίως περὶ μεγάλων πραγμάτων... βουλεύσησθε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐ ῥᾳδίως» — [[μόλις]] και με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>ῥᾶ</i> (Ι) / <i>ῥῆα</i> «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αιφν</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm