δίαιτα: Difference between revisions

No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δίαιτα]], Μ και διαίτη)<br /><b>1.</b> [[διατροφή]], [[διαβίωση]], [[τρόπος]] ζωής<br /><b>2.</b> το [[σύστημα]] διατροφής και διαβίωσης που επιβάλλεται από τη θεραπευτική σε πάσχοντες, κν. [[κούρα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συνέλευση]] αντιπροσώπων, [[εθνοσυνέλευση]], [[βουλή]], [[κοινοβούλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ζην<br /><b>2.</b> [[γεύμα]], [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>4.</b> (για ψάρια) [[φωλιά]]<br /><b>5.</b> [[διαιτησία]]<br />το [[έργο]] και το [[αξίωμα]] του διαιτητή<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὀφλεῑν τὴν δίαιταν» — το να έχει [[κάποιος]] καταδικαστική την [[απόφαση]] του διαιτητή [[εναντίον]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δίαιτα]] θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο από <i>διαιτώμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[διαίτημα]], [[διαιτητής]], [[διαιτητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαίτημα]], [[διαίτησις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>διαιτητήρια</i><br /><b>μσν.</b><br />[[διαιτάριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αβροδίαιτα]], [[ομοδίαιτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαλακτοδίαιτα]], <i>φρουτοδίαιτα</i>, <i>χορτοδίαιτα</i>].
|mltxt=η (AM [[δίαιτα]], Μ και διαίτη)<br /><b>1.</b> [[διατροφή]], [[διαβίωση]], [[τρόπος]] ζωής<br /><b>2.</b> το [[σύστημα]] διατροφής και διαβίωσης που επιβάλλεται από τη θεραπευτική σε πάσχοντες, κν. [[κούρα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συνέλευση]] αντιπροσώπων, [[εθνοσυνέλευση]], [[βουλή]], [[κοινοβούλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ζην<br /><b>2.</b> [[γεύμα]], [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>4.</b> (για ψάρια) [[φωλιά]]<br /><b>5.</b> [[διαιτησία]]<br />το [[έργο]] και το [[αξίωμα]] του διαιτητή<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὀφλεῖν τὴν δίαιταν» — το να έχει [[κάποιος]] καταδικαστική την [[απόφαση]] του διαιτητή [[εναντίον]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δίαιτα]] θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο από <i>διαιτώμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[διαίτημα]], [[διαιτητής]], [[διαιτητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαίτημα]], [[διαίτησις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>διαιτητήρια</i><br /><b>μσν.</b><br />[[διαιτάριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αβροδίαιτα]], [[ομοδίαιτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαλακτοδίαιτα]], <i>φρουτοδίαιτα</i>, <i>χορτοδίαιτα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm