δίαιτα
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A way of living, way of life, mode of life, lifestyle, τὰ τῆς οἵκοι δ. S.OC352; πτωχῷ διαίτῃ ib.751; σκληρὰς διαίτας ἐκπονεῖν E.Fr.525.5; δ. εὐτελέστεραι X.Cyr.1.3.2; δίαιταν ἔχειν A.Pr.490; δίαιταν ἔχειν ἐν Κροίσου, παρὰ τῇσι γυναιξί, Hdt.1.36, 136; ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ' ὅπλων ποιεῖσθαι Th.1.6; δίαιταν ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι pass one's life, Hdt.2.68 (but δίαιταν ἐποιήσατο τῶν παίδων he made them live, Id.2.2); δίαιταν τῆς ζόης μεταβάλλειν Id.1.157, cf. Th.2.16; παρὰ τὴν δίαιταν = at table, Ath.12.519b.
2 δίαιτα τοῦ οὐρανοῦ· τὸ φαγεῖν, τὸ πιεῖν, Hsch.
II dwelling, abode, Arist.EN 1096a27; κοινὴ θεῶν ἁπάντων δίαιτα OGI383.27 (i B.C.); δίαιται πολιτικαί = public buildings, J.AJ15.9.6; room (or, more often, suite of rooms), Ar.Ra.114, CIG3268 (prob. Smyrna), Plu.Publ.15; τὰς τῶν θεραπόντων διαίτας Id.2.515f; sailors' quarters in a ship, Moschion ap.Ath. 5.207c; of fishes, Arist.Mu.398b32.
2 Medic., prescribed manner of life, regimen, Hp.Vict.1.1, Pl.R. 404a, etc.; especially of diet, Hp. Fract.36, Gal.Thras.35, etc.
b state, condition, ἕλκεος Aret.SD 2.4.
III at Athens and elsewhere, arbitration, S.El.1073 (lyr.), Lexap.And.1.87; opp. δίκη, Arist.Rh.1374b20; ἐμμένειν τῇ διαίτῃ Ar. V.524; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί Lys.32.2, Isoc.18.13, Is.5.31 (prob.l.); ὀφλεῖν τὴν δίαιταν = to have judgement against one, D.29.58.
2 the office of arbiter, δίαιταν λαβεῖν Hyp.Eux.31.
IV discussion, investigation, ταῦτα μακροτέρας ἐστὶ δ. Str.1.1.7; δίαιταν ποιήσασθαι περί τινος 15.1.10. (Cf. διαιτάω.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I 1vida, género de vida, modo de vivir, ἀμόχθητος Alc.61.12, πτωχὸς δίαιτα = vida de mendigo S.OC 751, σκληρά δίαιτα E.Fr.525.5, ἡ εἰωθυῖα δίαιτα = la vida habitual Pl.R.407d, Lg.797d, ἡ καθημερινὴ δίαιτα LXX Iu.12.15, εὐτελής X.Cyr.1.3.2, ἡ ὕπαιθρος ... δίαιτα la vida al aire libre Luc.Demon.1, ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιτα Pi.P.1.93, ἔρως βίου διαίτης τέ σου el amor por tu vida y tu forma de vida Ar.Au.413, cf. Critias Eleg.4.24, Hyp.Eux.31, Men.Fr.622.4, Aesop.131, δίαιταν ἔχειν = tener un género de vida, e.e. llevar una vida A.Pr.490, δίαιταν τῆς ζόης μεταβάλλειν = cambiar el género de vida Hdt.1.157, ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ' ὅπλων ποιεῖσθαι hacer la vida ordinaria armados Th.1.6, unido a φύσις Pl.R.407c, ζῷα ... οὔτε ἰδέαν ἀλλήλοις ἐοικότα οὔτε δίαιταν Diog.Apoll.B 5, ἡ κατὰ τὴν δίαιταν ἐπιμέλεια = el cuidado conforme al régimen establecido Plb.1.59.12
•fig. φιλοτάσιος δίαιτα = amorosa convivencia S.El.1073.
2 medic., gener. dieta, régimen de alimentos y ejercicios para mantener o recobrar la salud, Hp.Vict.1.1, Acut.3, Pl.R.404a
•esp. dieta alimenticia Hp.Fract.36, Aph.1.7, 8, Hdt.3.23, Arist.Phgn.808b23, Plu.Alex.8, Gal.5.872, περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν tít. de una obra de Demócrito, D.L.9.48, περὶ διαίτης tít. de una obra de Hipócrates, Hp.Vict., περὶ διαίτης ὀξέων tít. de una obra de Hipócrates, Hp.Acut.
3 sustento οὐδὲ (ταράσσοντες) πόντιον ὕδωρ κεινὰν παρὰ δίαιταν ni (removiendo) el agua del mar para su escaso sustento Pi.O.2.65
•comida παρὰ τὴν δίαιταν = durante la comida Athenodor.Tars.3, cf. Hsch.
4 estado, situación τοῦ ἕλκεος Aret.SD 2.4.6.
II concr.
1 alojamiento, residencia ὁδούς, πόλεις, διαίτας, πανδοκευτρίας Ar.Ra.114
•δίαιταν ἔχειν = alojarse ἐν Κροίσου Hdt.1.36, παρὰ τῇσι γυναιξί Hdt.1.136, cf. 2.2, ὠστρακισμένος καὶ ἔχων δίαιταν ἐν Ἄργει Th.1.135
•δίαιταν ποιεῖσθαι pasar la vida o parte de la vida ἐν ὕδατι del cocodrilo, Hdt.2.68, ἐν τῷ ἀέρι Arist.Iuu.470b3, ποιεῖσθαι ... τὸ καθ' ἡμέραν τὴν δίαιταν ἐπὶ τῶν πυλώνων = pasar el día en los portillos Plb.4.18.2
•gener. morada ἀδικία δὲ ἐν διαίτῃ σοῦ μὴ αὐλισθήτω LXX Ib.11.14, ἡ δίαιτα τῆς σκηνῆς σου LXX Ib.5.24, κοινὴ θεῶν ἁπάντων ... δίαιτα IGLS 1.27 (Nemrud Dagh I a.C.)
•refugio, guarida de un animal, Arist.Mu.398b32.
2 habitación, estancia διακοσμῶν (τὴν πόλιν) βασιλείοις ... καὶ διαίταις πολιτικαῖς = adornando la ciudad con un palacio y estancias oficiales I.AI 15.331, αἱ τῶν θεραπόντων δίαιται Plu.2.515e, παλλακίδων δίαιτα Plu.Publ.15
•sala para reuniones de iniciados MAMA 6.239 (Acmonia), adjunta a una tumba para reunirse los familiares ISmyrna 195.4, IEphesos 2435.2 (ambas imper.)
•cabina, camarote de un barco, Moschio Hist.3.1, Petron.115.1.
III jur., en Atenas y otros lugares juicio arbitral, arbitraje τὰς δὲ δίκας καὶ τὰς διαίτας κυρίας εἶναι ley en And.Myst.87, cf. ley en D.24.56, Lys.25.16, Isoc.18.13, op. δίκη Arist.Rh.1374b20, op. κρίσις IEphesos 4.8 (III a.C.), ἐμμένειν τῇ διαίτῃ = permanecer fiel al arbitraje Ar.V.524, ἐπιτρέψαι δίαιταν = someterse a un arbitraje Lys.32.2, cf. Is.5.31, ὀφλεῖν τὴν δίαιταν = recibir sentencia condenatoria en un arbitraje D.29.58, frec. en pap. biz. διέτης (l. διαίτης) γενομένης μεταξὺ Θαήσιος ... καὶ τῶν κληρο[ν] όμων Βησαρίωνος PLips.43.3 (IV d.C.), ὑπὲρ λόγου διαίτης PSI 830.10 (IV/V d.C.), Κυριακὸν ... ἀπελθεῖν εἰς δίαιταν μετὰ τῆς γραμματηφόρου γυναικός que Ciriaco se someta a arbitraje con la portadora de esta carta, POxy.1839.1 (VI d.C.), ἀπαντῆσαι αὐτοὺς εἰς δίαιταν παρὰ Σερὴν τῷ ... πρεσβυτέρῳ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας PMonac.14.32, cf. PLond.992.12 (ambos VI d.C.), δίαιταν κινῆσαι κατὰ σοῦ ταύτης ἕνεκεν τῆς ὑποθέσεως PMonac.11.55, cf. 14.67 (ambos VI d.C.), τὰ ἀπὸ διαίτης ποιεῖν cumplir lo decidido en el arbitraje, PGrenf.99(a).7 (VI d.C.) en BL 5.38.
IV discusión, investigación ταῦτα μὲν μακροτέρας ἐστὶ διαίτης esto merece una investigación más amplia Str.1.1.7, ἐποιησάμεθα δ' ἡμεῖς ... περὶ γεωγραφίας δίαιταν Str.15.1.10.
• Etimología: Deriv. posverbal de διαιτάω q.u.
German (Pape)
[Seite 580] ἡ, 1) Lebensart, Leben; Pind. Ol. 2, 71; P. 1, 93; δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Her. 1, 1 57; vgl. 153; Thuc. 2, 16; εἴ τι τῆς εἰωθυίας διαίτης ἐκβαίη Plat. Rep. III, 406 b; bes. in medicinischer Beziehung, vom Arzte vorgeschriebene Lebensweise, Thuc. 2, 51; ἐν διαίταις σωμάτων Plat. Legg. VII, 797 d; τοὺς φύσει τε καὶ διαίτῃ ὑγιεινῶς ἔχοντας τὰ σώματα Rep. III, 407 c; auch in moralischer Beziehung, καὶ φιλοσοφία Phaedr. 256 a. – Dah. a) Lebensunterhalt, Lebensbedürfnisse; πτωχή Soph. O. C. 751; εὐτελής Xen. Cyr. 1, 3, 2; Mem. 1, 6, 5 u. sonst; ἐπὶ διαίτῃ, παρὰ τὴν δίαιταν, bei Tisch, Sp., Ath. XII, 519 b. – b) der Aufenthalts-, Wohnort, Ar. Av. 412; δίαιταν ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι Her. 2, 68; ἔχειν ἐν Κροίσου 1, 35; ἐν Ἄργει Thuc. 1, 135; vgl. Xen. Cyr. 8, 6, 11; ἐν τόπῳ δίαιτα Arist. 1, 6, 4, u. a. Sp., wie Plut. Poplic. 15, der es auch für »Zimmer« braucht. – 2) das Schiedsrichteramt, schiedsrichterliche Entscheidung; Plat. Legg. VI, 766 d; Andoc. 1, 88; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί, Dem. 59, 45; ὀφλεῖν, verurtheilt sein, 29, 58, u. sonst bei den Rednern.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. genre de vie :
1 en gén. l'ensemble des habitudes du corps et de l'esprit, les goûts, les mœurs, etc. : πτωχὴ δίαιτα SOPH genre de vie misérable ; δίαιτα εὐτελής XÉN vie simple ou frugale;
2 résidence ; δίαιταν ἔχειν παρά τινι HDT vivre auprès de qqn ; maison, appartement;
II. t. de droit attique arbitrage : δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί s'en remettre à l'arbitrage de qqn.
Étymologie: *διάω, *δjάω > ζάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δίαιτα -ης, ἡ [etymol. onzeker] levenswijze:; δίαιταν τῆς ζόης μεταβάλλειν zijn levenswijze veranderen Hdt. 1.157.2; geneesk.: dieet, leefregel:. ἡ τεταγμένη διαίτη het voorgeschreven dieet Plat. Resp. 404a. verblijfplaats:. παρὰ τῇσι γυναιξίν δίαιταν ἔχει (de baby) verblijft bij de vrouwen Hdt. 1.136.2; ἡ παλλακίδων διαίτα het appartement van zijn maîtresses Plut. Publ. 15.5. jur. uitspraak (van scheidrechter): ἐμμένειν τῇ διαίτῃ zich houden aan de uitspraak Aristoph. Ve. 524; τοῖς φίλοις ἐπιτρέψαι δίαιταν de arbitragezaak overlaten aan zijn vrienden Lys. 32.2
Russian (Dvoretsky)
δίαιτα:
I ἡ
1 (тж. δ. τῆς ζοῆς Her.) уклад, образ жизни, быт (εὐτελής Xen.; πτωχή Soph.; ἀνεπίμικτος Plut.): ἡ ξυνηθης δ. Thuc. повседневная жизнь; δίαιτάν τινα ἔχειν Aesch. или ποιεῖσθαι Thuc., Arst. вести какой-л. образ жизни; τὰ τῆς οἴκοι διαίτης Soph. удобства домашнего быта;
2 местопребывание, жилище, помещение (δίαιται ὅπου κόρεις ὀλίγιστοι Arph.; sc. τοῦ νηκτοῦ ζῴου Arst.; ἡ παλλακίδων δ. Plut.): δίαιταν ἔχειν παρά τινι и ἔν τινος (sc. οἴκῳ) Her. жить у кого-л.;
3 предписанный врачами образ жизни, диэта (ἡ τεταγμένη δ. Plat.; φαρμάκοις καὶ διαίταις χρῆσθαι Arst.).
II ἡ третейский суд, арбитраж: ἐπιτρέψαι δίαιτάν τινι Lys., Isocr., Isae., Dem., Arst. передать дело на третейское решение кому-л.; δίαιταν ὀφλεῖν Dem. по третейскому суду быть признанным виновным.
English (Slater)
δῐαιτα
a way of life, livelihood οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν (O. 2.65)
b manner of life ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.93)
Greek Monolingual
η (AM δίαιτα, Μ και διαίτη)
1. διατροφή, διαβίωση, τρόπος ζωής
2. το σύστημα διατροφής και διαβίωσης που επιβάλλεται από τη θεραπευτική σε πάσχοντες, κν. κούρα
μσν.- νεοελλ.
συνέλευση αντιπροσώπων, εθνοσυνέλευση, βουλή, κοινοβούλιο
αρχ.
1. ο τρόπος του ζην
2. γεύμα, δείπνο
3. οίκημα, κατοικία
4. (για ψάρια) φωλιά
5. διαιτησία
το έργο και το αξίωμα του διαιτητή
6. φρ. «ὀφλεῖν τὴν δίαιταν» — το να έχει κάποιος καταδικαστική την απόφαση του διαιτητή εναντίον του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίαιτα θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο από διαιτώμαι.
ΠΑΡ. διαίτημα, διαιτητής, διαιτητικός
αρχ.
διαίτημα, διαίτησις
αρχ.-μσν.
διαιτητήρια
μσν.
διαιτάριος.
ΣΥΝΘ. αρχ. αβροδίαιτα, ομοδίαιτα
νεοελλ.
γαλακτοδίαιτα, φρουτοδίαιτα, χορτοδίαιτα].
Greek Monotonic
δίαιτα: ἡ (πιθ. από ζάω, βλ. Ζ, ζ II. 2)·
I. 1. ο τρόπος ζωής, διαβίωση, βίος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι, περνώ τη ζωή μου, σε Ηρόδ.
2. κατοικία, οίκημα, δωμάτιο, σε Αριστοφ.
II. στην Αθήνα, διαιτησία, μεσολάβηση, σε Σοφ., Αριστοφ., Ρήτ.
Greek (Liddell-Scott)
δίαιτα: ἡ, (ἴδε ἐν λ. ζάω): - τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, τὸν ἱματισμὸν καὶ τὴν οἴκησιν, Λατ. cultus, victusque, τὰ τῆς οἴκοι διαίτης Σοφ. Ο. Κ. 352· πτωχῷ διαίτῃ αὐτ. 751· σκληρὰς διαίτας ἐκπονεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 529· δ. ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 490, Ἡρόδ. 1. 35, Θουκ. 1. 6· παρά τινι Ἡρόδ. 1. 136· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 2. 68 (ἀλλά, δίαιταν ἐποιήσατο τῶν παίδων, ἔκαμεν αὐτοὺς νὰ ζῶσιν, ὁ αὐτ. 2. 3)· δ. ζόης μεταβάλλειν ὁ αὐτ. 1. 157, πρβλ. Θουκ. 2. 16. 2) κατοικία, οἴκησις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1 6, 3, Πλούτ. 2. 515Ε, κτλ.· οἴκημα, δωμάτιον, Λατ. diaeta (ἐν τῷ μεταγεν. Λατινισμῷ zeta), Ἀριστοφ. Βατρ. 114, Συλλ. Ἐπιγρ. 3268, Πλούτ.· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. Κοσμ. 6, 16. 3) ὡς ἰατρ. ὅρος, τρόπος ζωῆς προδιαγεγραμμένος (ὡς παρ’ ἡμῖν δίαιτα), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, «διαιτησία», ἤτοι ἡ διὰ διαιτητῶν διάλυσις διαφορᾶς, Σοφ. Ἠλ. 1073, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 12. 5· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκη, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 19· ἐμμένειν τῇ δ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 524· δίαιταν ἐπιτρέψαι τινὶ Λυσίας 893. 10, Ἱσοκρ. 373Ε, Ἰσαῖ. 54. 7· ὀφλεῖν τὴν δ. Δημ. 862. 2. 2) τὸ ἔργον ἢ ἀξίωμα τοῦ διαιτητοῦ, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 41· πρβλ. διαιτητής. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 508.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: 1. mode of life, prescribed way of life, dwelling (Pi., Ion., also Att.; on the meaning ornaments in LXX Del Medico ByzZ 44, 413ff.); 2. arbitration (att.).
Derivatives: διαιτάομαι feed onself, live somewhere, be somewhere (Ion.-Att.), -άω treat as a physician (Hp.); 2. διαιτάω distinguish, be arbitrator (Pi., Att.). - διαίτημα mostly plur. way of life (Hp.) with διατηματώδης; διαίτησις way of life (Hp.); διαιτητήρια pl. living room (X.); διαιτητικός belonging to the food (Hp.), and belonging to the arbitration (Str.); uncertain διαιτί[α = διαίτησις (epist. Hadr.; Hesperia 3, 41). - διαιτητής arbiter (Hdt.), διαιτατέρ (Olympia VIa) and διαιτήσιμος belonging to the arbiter (Is.; after ἐφέσιμος; cf. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 69f.); τὸ διαιτητικόν decision of an arbiter (pap.). - διαίτωμα (Delph. IIa) = δίαιτα, s. Chantr. Form. 187).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Like ἀρτάω from *ἀ(Ϝ)ερτάω beside primary ἀείρω, so δι-αιτάομαι, -άω stands beside primary αἴνυμαι (s. Schwyzer 705f.); so it means take out, divide, from where divide food, feed oneself, live, on the other hand, with reference to juirisdiction like αἴτιος (s. v. and αἶσα), decide. From the verb retrograde δίαιτα. Only in the medical sense of treat as physician is διαιτάω a denominative of δίαιτα. - Diff. διαιτάω, δίαιτα Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 23f.
Middle Liddell
δίαιτα, ἡ, [prob. from ζάω]
I. a way of living, mode of life, Hdt., Soph., etc.; δ. ποιεῖσθαι to pass one's life, Hdt.
2. a dwelling, abode, room, Ar.
II. at Athens, arbitration, Soph., Ar., Oratt.
Frisk Etymology German
δίαιτα: {díaita}
Grammar: f.
Meaning: 1. ‘Leben(sweise), Lebensunterhalt, Diät, Aufenthaltsort, Wohnzimmer’ (Pi., ion., auch att.; über die Bed. Schmuckgegenstände in d. LXX Del Medico ByzZ 44, 413ff.); 2. Entscheidung, Schiedsspruch, Schiedsgericht (att.).
Derivative: Daneben 1. διαιτάομαι sich ernähren, wo leben, sich aufhalten (ion. att.), -άω ärztlich behandeln (Hp., Plu.); 2. διαιτάω entscheiden, Schiedsrichter sein (Pi., att.). — Von 1: διαίτημα gew. im Plur. Lebensweise, Lebensunterhalt, Diät (Hp., Th., X. u. a.) mit διατηματώδης; διαίτησις Lebensweise (Hp., Pap.); διαιτητήρια pl. Wohnzimmer (X.); διαιτητικός zur Diät gehörig, diätetisch (Hp., Plb. u. a.), auch von 2: zur Entscheidung gehörig (Str.); sehr unsicher διαιτί[α = διαίτησις (epist. Hadr.; Hesperia 3, 41). — Von 2: διαιτητής Schiedsrichter (Hdt., att.) und διαιτήσιμος zum Schiedsrichter gehörig (Is.; wohl direkt von διαιτάω nach ἐφέσιμος u. a.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 69f.); τὸ διαιτητικόν schiedsrichterliche Entscheidung (Pap.). — διαίτωμα (Delph. IIa) = δίαιτα, wahrscheinlich nur daraus erweitert (Chantraine Formation 187).
Etymology: Wie z. B. ἀρτάω aus *ἀ(ϝ)ερτάω neben dem primären ἀείρω, so steht διαιτάομαι, -άω neben dem primären αἴνυμαι (zur Bildung im allg. s. Schwyzer 705f. m. Lit.); es bedeutet somit auseinandernehmen, zerlegen, verteilen, woraus einerseits ‘Speise usw. verteilen, sich ernähren, leben’, anderseits, mit derselben Beziehung auf das Rechtswesen wie das verwandte αἴτιος (s. d. und αἶσα), entscheiden. Aus dem Verb wurde δίαιτα als retrograde Bildung geschaffen. Nur im medizinischen Sinn von ärztlich behandeln ist διαιτάω als denominativ von δίαιτα Diät zu betrachten. — Anders über διαιτάω, δίαιτα Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 23f.
Page 1,384
English (Woodhouse)
arbitration, board, diet, feeding, food, maintenance, manner of life, mode of life, private life, system of living, way of life, way of living
Mantoulidis Etymological
(=τρόπος ζωῆς, κατοικία). Ἀπό τό διάω (=πνέω)→ ζάω -ῶ. Ἤ ἀπό τό διά + αἰτ-j-α → διά+αἶσα (=μοίρα, ἀπόφαση).
Lexicon Thucydideum
vita, vitae genus et institutio, way of life, mode and habit of living, 1.6.1, 1.6.3, 2.16.2, 6.15.4, 7.69.2,
victus, cultus, living, lifestyle, 7.74.1, 7.82.2,
curatio medica, medical treatment, 2.51.3,
habitatio, mansio, dwelling, abode, 1.135.3, 2.102.6.
Translations
way of life
Arabic: حَيَاة, طَرِيقَة فِي حَيَاة, نَمَط حَيَاة; Armenian: ապրուստ; Bulgarian: начин на живот; Chinese Mandarin: 生活方式, 生態/生态, 方式; Czech: způsob života; Danish: levevis; Dutch: leefwijze; Finnish: elämäntapa; French: mode de vie; Georgian: ცხოვრების წესი, ცხოვრების სტილი; German: Lebensweise, Lebensstil, Lebensart; Gothic: 𐌿𐍃𐌼𐌴𐍄; Greek: τρόπος ζωής; Ancient Greek: δίαιτα; Hebrew: אֹרַח חַיִּים; Hungarian: életmód, életvitel; Italian: modo di vivere; Japanese: 生活様式, 生き方, ライフスタイル; Latin: victus, diaeta; Macedonian: начин на живот, начин на живеење, бит; Norwegian Bokmål: livsform; Nynorsk: livsform; Occitan: biais de viure; Polish: tryb życia; Portuguese: estilo de vida; Romanian: mod de trai; Russian: образ жизни, стиль жизни; Scottish Gaelic: dòigh-beatha; Spanish: forma de vida, estilo de vida; Turkish: yaşam tarzı
lifestyle
Afrikaans: leefstyl; Arabic: حَيَاة, طَرِيقَة فِي حَيَاة, نَمَط حَيَاة; Basque: bizimodu, bizimolde; Bulgarian: начин на живот; Catalan: estil de vida; Chinese Mandarin: 生活方式, 生態/生态, 方式; Czech: životní styl, způsob života; Danish: livsstil; Dutch: levensstijl; Esperanto: vivmaniero, vivostilo; Faroese: lívsháttur, lívsstílur; Finnish: elämäntapa; French: mode de vie, hygiène de vie; Galician: estilo de vida; German: Lebensstil, Lebensweise, Lebenswandel; Gothic: 𐌿𐍃𐌼𐌴𐍄; Greek: τρόπος ζωής; Ancient Greek: δίαιτα; Hebrew: אֹרַח חַיִּים; Hungarian: életmód; Interlingua: stilo de vita; Irish: stíl mhaireachtála; Italian: stile di vita; Japanese: ライフスタイル, 生活様式, 生き方; Kazakh: өмір салты, тұрмыс қалпы; Kurdish Northern Kurdish: şêwaza jiyanê; Latin: victus; Latvian: dzīvesveids; Lithuanian: gyvensena; Macedonian: животен стил; Malay: gaya hidup; Mari Eastern Mari илышкокла; Maori: āhua noho, kātū noho; Norwegian: livsstil; Occitan: biais de viure; Plautdietsch: Läwensstiel; Polish: styl życia, tryb życia; Portuguese: estilo de vida; Romanian: stil de viață; Russian: стиль жизни, образ жизни; Scottish Gaelic: dòigh-beatha; Southern Altai: јӱрӱмниҥ кеби; Spanish: estilo de vida, forma de vida; Swedish: livsstil; Thai: วิถีชีวิต, ไลฟ์สไตล์; Turkish: yaşam biçimi, yaşam tarzı; Welsh: ffordd o fyw
dwelling
Arabic: مَنْزِل, سَكَن; Moroccan Arabic: سكنة; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה, דיור, מגורים, שכן; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋; Orok: дуку; Pashto: کور, خونه; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse
arbitration
Armenian: արբիտրաժ; Bulgarian: арбитраж; Chinese Mandarin: 仲裁; Dutch: arbitratie; Finnish: välimiesmenettely, arbitraatio; French: arbitrage; Georgian: არბიტრაჟი; German: Schiedsspruch; Greek: διαιτησία; Ancient Greek: βραβεία, δίαιτα, δίκη; Indonesian: arbitrase; Italian: arbitraggio; Japanese: 仲介; Latin: arbitrium; Malayalam: മദ്ധ്യസ്ഥത, ആർബിട്രേഷൻ; Mongolian: арбитраж; Polish: arbitraż; Portuguese: arbitragem, arbitramento, arbitração; Romanian: arbitrare, arbitraj; Russian: арбитраж; Spanish: arbitraje; Ukrainian: арбітраж