ὑποτρέχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τρέχω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] σε χαμηλότερο επίπεδο από κάποιον [[άλλο]] ή [[τρέχω]] σκυφτά («ὁ δ' ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι πιο [[κάτω]] («[[κοίλη]] δ' [[ὑποδέδρομε]] [[βῆσσα]]», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>3.</b> τρέχοντας [[προλαβαίνω]] κάποιον («κακούργους ἐρευνῆσαι ἢ λῃστὰς ὑποδραμεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ἡ [[σελήνη]] τὸν ἥλιον ὑποτρέχει ἐν τῇ ἐκλείψει», Θεμίστ.)<br /><b>5.</b> [[υποσκελίζω]], [[εξαπατώ]] («τὸν στρατηγὸν ὑποδραμών», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διακόπτω]] τον λόγο κάποιου άλλου, [[παρεμβαίνω]] («ὑποδραμών τις φασεῑ», Στοβ)<br /><b>7.</b> [[επιδιώκω]] να αποκτήσω («ὑποδραμόντες τὴν τῶν θεῶν τιμήν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>8.</b> [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[διεισδύω]] («[[λεπτὸν]] δ' [[αὐτίκα]] χρῶ πῡρ ὑποδεδρόμακεν», Σαπφ.)<br /><b>9.</b> (για σκέψεις) [[μπαίνω]] στον νου κάποιου («καὶ γὰρ ὑπέδραμέ τις [[ἔννοια]] και [[πιθανότης]] τοῖς ἀνθρώποις», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=Α [[τρέχω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] σε χαμηλότερο επίπεδο από κάποιον [[άλλο]] ή [[τρέχω]] σκυφτά («ὁ δ' ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι πιο [[κάτω]] («[[κοίλη]] δ' [[ὑποδέδρομε]] [[βῆσσα]]», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>3.</b> τρέχοντας [[προλαβαίνω]] κάποιον («κακούργους ἐρευνῆσαι ἢ λῃστὰς ὑποδραμεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ἡ [[σελήνη]] τὸν ἥλιον ὑποτρέχει ἐν τῇ ἐκλείψει», Θεμίστ.)<br /><b>5.</b> [[υποσκελίζω]], [[εξαπατώ]] («τὸν στρατηγὸν ὑποδραμών», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διακόπτω]] τον λόγο κάποιου άλλου, [[παρεμβαίνω]] («ὑποδραμών τις φασεῑ», Στοβ)<br /><b>7.</b> [[επιδιώκω]] να αποκτήσω («ὑποδραμόντες τὴν τῶν θεῶν τιμήν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>8.</b> [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[διεισδύω]] («[[λεπτὸν]] δ' [[αὐτίκα]] χρῶ πῡρ ὑποδεδρόμακεν», Σαπφ.)<br /><b>9.</b> (για σκέψεις) [[μπαίνω]] στον νου κάποιου («καὶ γὰρ ὑπέδραμέ τις [[ἔννοια]] και [[πιθανότης]] τοῖς ἀνθρώποις», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm