ὑποτρέχω
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
aor. ὑπέδρᾰμον (v. infr.): poet. pf.
A -δέδρομα h.Ap.284; -δεδρόμηκα (v. infr. IV):—run in under, ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων ran in under the spear or sword and clasped his knees, Il.21.68, Od. 10.323 (though it may be only, ran up to him); ὑ. πρὸς στέρνα πατρός E.IA631, cf. [636]; ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου ὑπέδραμε Hdt. 7.88; ὑ. ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φοράν in under, within the dart's range, Antipho 3.2.4: later c. acc., νησίον ὑ. run under the lee of.., Act.Ap. 27.16; ὑ. πρῶνας Them.Or.13.168b; τὸν τρίβωνα Philostr.Ep.7: c. dat., [ταῖς πλατάνοις] Plu.2.185e; ναυλόχοις ib.243e.
II run under, stretch away under, ὑποδέδρομε βῆσσα h.Ap.284.
III run in between, intercept, λῃστάς X.Cyr.1.2.12; τὰ κορίανν' ἐπριάμην ὑποδραμών Ar.Eq.676; ἐν ταῖς συνόδοις ἡ σελήνη τὸν [τοῦ ἡλίου] κύκλον ὑποτρέχουσα Jul.Or.2.80d (cf. ὑποθέω 1.2); ὅταν [ἡ σελήνη] ὑπὸ τὴν φλόγα [τοῦ ἡλίου] ὑποδράμῃ D.C.60.26; pass between a star and the earth, Ptol.Alm.8.4.
2 = ὑποσκελίζω, trip up, overreach, τῶν στρατηγῶν ὑποδραμὼν τοὺς (Bentl. for τῶν) ἐκ Πύλου Ar.Eq.742 (dub. l.).
3 interrupt, Diusap.Stob.4.21.17.
4 usurp, τὴν Ἡρακλέους προσηγορίαν S.E.M.9.36; τὴν τῶν θεῶν τιμήν ib.38:—Pass., τὰς ὑποδεδραμημένας ἐπιστατείας the posts into which they have crept, PTeb.24.67 (ii B. C.).
IV overrun, steal over, ἔρευθος ὑ. steals over the skin, Hp.Fract.27; καί τις οἷον ἀπελπισμὸς ὑπέδραμεν τοὺς ἀνθρώπους a kind of despair came over people, Plb.30.32.11; καί τις ἔλεος αὐτὸν ὑποτρέχει Id.9.10.7: also c. dat., αὔτικα χρῷ τῦρ ὐπαδεδρόμακεν Sapph.2.10; in slightly different sense, ὑπέδραμέ τις ἔννοια.. τοῖς ἀνθρώπις occurred to people, Plb.16.6.10; οὐχ ὑπέδραμε δέ it did not occur to him, Str.12.3.27, cf. Arr.Epict.4.2.2: c. acc. et inf., Plb.14.12.5.
V insinuate oneself into any one's good graces, flatter, fawn upon, ὑ. τινὰ θωπείᾳ E.Or.670, cf. Aeschin.3.162; ὃς δ' ἂν.. χαρίζηται ὑποτρέχων Pl.R. 426c; θωπείαις ὑποδραμών Id.Lg.923b; ὑ. καὶ κολακεύειν Phld.Ir.p.66 W.
VI Medic., ἢν οἷον λίθοι ὑποτρέχωσιν if what seem to be stones get into the eye, Hp.Loc.Hom.13; but ὡς τὸ δάκρυον συμπεπηγὸς ὑποτρέχειν ποιέῃς so as to make the coagulated tears run off, ibid.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποθρέξομαι ou ὑποδραμοῦμαι, ao.2 ὑπέδραμον, pf. ὑποδέδρομα et ὑποδεδρόμηκα;
I. 1 courir sous : ταῖς πλατάνοις ὑποτρέχειν PLUT courir se réfugier sous les platanes ; ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων IL, OD il courut se jeter à ses pieds et prit ses genoux ; ὑπ. τινα courir avant qqn, prendre les devants;
2 se glisser sous, pénétrer dans, acc. ou dat. ; avec un suj. de ch. (pensée, pitié, etc.) : ἄν σ' ὑποτρέχῃ ARR s'il te vient à l'esprit de ; en mauv. part s'insinuer auprès de : τινα auprès de qqn, chercher à capter qqn;
II. courir après, à la suite de : λῃστάς XÉN courir après des brigands;
III. courir près de, le long de ; abs. au part. ὑποδραμών en passant à la course.
Étymologie: ὑπό, τρέχω.
German (Pape)
(τρέχω),
1 herab-, hinunterlaufen, darunterlaufen, entgegenlaufen; ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων, er lief an ihn heran, warf sich an ihm nieder und umfaßte seine Knie, Il. 21.68; Od. 10.323; ὑποδραμεῖν ὑπὸ φορὰν ἀκοντίου Antiph. 3 β 4; – darunter hinlaufen, sich darunter hinerstrecken, ὑποδέδρομεβῆσσα H.h. Apoll. 284; – unterlaufen, zuvorlaufen und einfangen, τινά, Xen. Cyr. 1.2.12.
2 sich heimlich bei Einem einschleichen, τινί; dah. auch Einem in den Sinn kommen, beifallen, einfallen, ὑπέδραμέ τις ἔννοια καὶ πιθανότης τοῖς ἀνθρώποις ὡς ἀπολωλότος τοῦ Ἀττάλου Pol. 16.6.10, vgl. 8.33.12; auch ἔλεος ὑποτρέχει μοι, Mitleid überkommt, beschleicht mich, 9.10.7; ἀπελπισμὸς ὑπέδραμε τοὺς ἀνθρώπους 31.8.11, vgl. 14.12.5. Dah. wie ὑπέρχομαι, sich bei Einem einschmeicheln, ihn zu gewinnen suchen, ὑποτρέχων σε θωπείᾳ Eur. Or. 669; ὃς ἂν χαρίζηται ὑποτρέχων Plat. Rep. IV.426c; θωπείαις ὑποδραμών Legg. XI.923c; Aesch. 3.162; τὸν δῆμον Plut. Aem. 2.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρέχω: (fut. ὑποθρέξομαι и ὑποδραμοῦμαι, aor. ὑπέδρᾰμον; pf. эп. ὑποδέδρομα - эол. ὑποδεδρόμᾱκα)
1 подбегать Hom.: ὑ. τινά Eur. подбегать к кому-л.; ὑ. ὑπό τι Her. подбегать подо что-л.; νησίον τι ὑποδραμόντες NT будучи прибиты к какому-то островку; (αἱ πλάτανοι), αἷς ὑποτρέχουσι χειμαζόμενοι Plut. платаны, под которыми укрываются застигнутые бурей;
2 пробегать внутри или внизу: χρῶ πῦρ ὑποδεδρόμακε Sappho ap. Plut. огонь пробежал по телу; κοίλη δ᾽ ὑποδέδρομε βῆσσα HH внизу простерлась долина;
3 бежать наперерез, перехватывать (λῃστὰς ὑποδραμεῖν Xen.): ὑποδραμεῖν τινος Arph. упредить кого-л.;
4 прокрадываться, вкрадываться: ὑ. τὴν τιμήν τινος Sext. втереться в милость к кому-л.; ὑ. τινὰ θωπείᾳ Eur. льстиво заискивать у кого-л.;
5 закрадываться, проникать: ἀπελπιομός ὑπέδραμέ τινα и τινι Polyb. отчаяние овладело кем-л.; ὑπέδραμέ τις ἔννοιά μοι Polyb. мне пришла в голову одна мысль; φρίκης ὑποτρεχούσης Plut. когда охватывает страх.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέχω: μέλλ. -θρέξομαι καὶ -δραμοῦμαι· ἀόρ. -έδρᾰμον· ποιητ. πρκμ. -δέδρομα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 284· -δεδρόμηκα (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ). Τρέχω ὑποκάτω, ἦ τοι ὁ μὲν δόρυ μακρὸν ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς οὐτάμεναι μεμαώς, ὁ δὲ ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας, ἔδραμεν (ὑπὸ τὸν ὑψωθέντα βραχίονα τοῦ Ἀχιλλέως) καὶ κύψας ἐλάβετο τῶν γονάτων αὐτοῦ, Ἰλ. Φ. 68, Ὀδ. Κ. 323 (ἂν καὶ δύναται νὰ σημαίνῃ ἁπλῶς, ἔδραμε πρὸς αὐτόν)· ὑπ. πρὸς στέρνα πατρὸς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 631, πρβλ. 636· ὑπέδραμε ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου Ἡρόδ. 7. 88· ὑπ. ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν Ἀντιφῶν 121. 30· μεταγεν. μετ’ αἰτ., ὑπ. πρῶνας Θεμίστ. 168Β· πτωχὸς ὁ Σωκράτης ἀλλ’ ὑπέτρεχεν αὐτοῦ τὸν τρίβωνα Ἀλκιβιάδης, ἔτρεχεν ὑπὸ τὸν τρ., Φιλοστρ. Ἐπιστ. 44· μετὰ δοτ., ὑπ. ταῖς πλατάνοις Πλούτ. 2. 185Ε· ναυλόχοις αὐτόθι 243Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι ὑποκάτω, ὑποδέδρομε βῆσσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 284. ΙΙΙ. εἰσέρχομαι δρομαίως μεταξύ, διακόπτω, ἀποχωρίζω ἢ ἀποκλείω, ὡς τὸ ὑποτέμνομαι, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 12· τὰ κορίανν’ ἐπριάμην ὑποδραμὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 676· ἡ σελήνη ὑπ. τὸν ἥλιον Θεμίστ. 2) = ὑποσκελίζω, ἀνατρέπω, ἐξαπατῶ, τῶν στρατηγῶν ὑποδραμὼν τοὺς (οὕτως ὁ Bentl. ἀντὶ τῶν) ἐν Πύλῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 742. 3) διακόπτω, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 15. 4) ζητῶ νὰ λάβω, νὰ ἀποκτήσω, νὰ κερδήσω, δόξαν, τιμὴν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 38, κλπ. IV. εἰσέρχομαι ἐξ ἀπροόπτου ἢ ἀνεπαισθήτως, Λατ. subire, χρῶ πῦρ ὑποδεδρόμακε Σαπφὼ 2. 10· - ὡσαύτως, ἐπέρχομαι εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐπέρχομαι εἴς τινα, ὡς τὸ Λατ. succurrit mihi, ἐπὶ διανοημάτων καὶ αἰσθημάτων, ὑπ. τις ἔννοιά τινι Πολύβ. 16. 6, 10· ἀπελπισμὸς ὑπ. τινι ὁ αὐτ. 31. 8, 11· ὡσαύτως, μετ’ αἰτ., ἀπελπισμὸς ὑποτρέχει τινὰ ὁ αὐτ. 31. 8, 11· ἀπολ., ὁ αὐτ. 9. 10, 6· οὐχ ὑπέδραμε δέ, δὲν ἐπῆλθε δέ..., Στράβ. 554, πρβλ. Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 4. 2, 2· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πολύβ. 14. 12, 5. V. ὡς τὸ ὑπέρχομαι, εἰσάγω ἐμαυτὸν εἰς τὴν εὔνοιάν τινος, κολακεύω ἢ ἀπατῶ, ὑπ. τινὰ θωπείᾳ Εὐρ. Ὀρ. 669, πρβλ. Αἰσχίν. 76. 40· ὃς δ’ ἄν... χαρίζηται ὑποτρέχων Πλάτ. Πολ. 426Β· θωπείαις ὑποδραμὼν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 923C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποτρέχοντες· ὑπεισερχόμενοι, σπεύδοντες».
English (Autenrieth)
only aor. 2 ὑπέδραμε, ran under (the menacing arm and weapon), Il. 21.68 and Od. 10.323.
English (Strong)
from ὑπό and τρέχω (including its alternate); to run under, i.e. (specially), to sail past: run under.
English (Thayer)
2nd aorist ὑπέδραμον; from Homer down; properly, to run under; in N.T. once, viz. of navigators, to run past a place on the shore, and therefore in a higher position (see ὑποπλέω): νησίον, R. V. running under the lee of; cf. Hackett at the passage).
Greek Monolingual
Α τρέχω
1. τρέχω σε χαμηλότερο επίπεδο από κάποιον άλλο ή τρέχω σκυφτά («ὁ δ' ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας», Ομ. Ιλ.)
2. εκτείνομαι, απλώνομαι πιο κάτω («κοίλη δ' ὑποδέδρομε βῆσσα», Ομ. Ύμν.)
3. τρέχοντας προλαβαίνω κάποιον («κακούργους ἐρευνῆσαι ἢ λῃστὰς ὑποδραμεῖν», Ξεν.)
4. εισέρχομαι κάτω από κάτι άλλο («ἡ σελήνη τὸν ἥλιον ὑποτρέχει ἐν τῇ ἐκλείψει», Θεμίστ.)
5. υποσκελίζω, εξαπατώ («τὸν στρατηγὸν ὑποδραμών», Αριστοφ.)
6. διακόπτω τον λόγο κάποιου άλλου, παρεμβαίνω («ὑποδραμών τις φασεῖ», Στοβ)
7. επιδιώκω να αποκτήσω («ὑποδραμόντες τὴν τῶν θεῶν τιμήν», Σέξτ. Εμπ.)
8. μπαίνω κρυφά, διεισδύω («λεπτὸν δ' αὐτίκα χρῶ πῡρ ὑποδεδρόμακεν», Σαπφ.)
9. (για σκέψεις) μπαίνω στον νου κάποιου («καὶ γὰρ ὑπέδραμέ τις ἔννοια και πιθανότης τοῖς ἀνθρώποις», Πολ.).
Greek Monotonic
ὑποτρέχω: μέλ. -θρέξομαι και -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· ποιητ. παρακ. -δέδρομα·
I. τρέχω κάτω από, ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων, έτρεξε κάτω από το ξίφος και σκύβοντας σφιχταγκάλιασε τα γόνατά του, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου ὑπέδραμε κύων, σε Ηρόδ.· απ' όπου, τρέχω, σε Αριστοφ.
II. απλώνομαι ή εκτείνομαι από κάτω, σε Ομηρ. Ύμν.
III. 1. εισέρχομαι τρέχοντας μεταξύ, διακόπτω, παρεμβάλλομαι, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. χώνομαι κρυφά, δόλια στην εύνοια κάποιου, κολακεύω ή απατώ, σε Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -θρέξομαι fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 -έδρᾰμον poet. perf. -δέδρομα
I. to run in under, ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων she ran in under the sword and clasped his knees, Od.; ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου ὑπέδραμε κύων Hdt.: hence to trip up, Ar.
II. to run or stretch away under, Hhymn.
III. to run in between, intercept, Ar., Xen.
2. to insinuate oneself into any one's good graces, flatter or deceive, Eur., Plat.
Chinese
原文音譯:Øpotršcw 虛坡-特雷何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-跑
字義溯源:沿著⋯跑,藉(風)駛進,貼著⋯奔行;由(ὑπό)*=被)與(τρέχω)*=跑)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 貼著⋯奔行(1) 徒27:16