3,270,682
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=–οῡσσα, - | |mltxt=–οῡσσα, -οῦν | ||
, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πορφυρό, [[χρώμα]], [[φοινίκεος]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικιοῦν | |||
</i><br />(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε [[έτσι]] από το πορφυρό [[χρώμα]] τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε [[μέχρι]] το 150 [[περίπου]] μ.Χ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «<i>το</i> πορφυρό [[χρώμα]]». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. [[φοινίκιος]] και [[φοινικοῦς]]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |