φοινικιοῦς
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
German (Pape)
[Seite 1295] ᾶ, οῦν, 1) = φοινίκεος, Ar. Av. 272. – 2) τὸ φοινικιοῦν, ein Gerichtshof in Athen, nach seiner Farbe benannt, Paus. 1, 28, 8. Vgl. βατραχιοῦν.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκιοῦς: οῦσσα, οῦν φοῖνιξ I] ярко-красный, пурпурный (ὄρνις Arph.; τὸ φῶς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκιοῦς: οῦσα, οῦν, = φοινίκεος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 272, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 2, 3. 12., 5. 19, κ. ἀλλ. ΙΙ. φοινικιοῦν, τό, δικαστήριόν τι ἐν Ἀθήναις κληθὲν ἐκ τοῦ χρώματος τῶν τοίχων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 28, 8· πρβλ. βατραχιοῦν.
Greek Monolingual
–οῦσσα, -οῦν, Α
1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος (Ι)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῦν
(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. φοινίκιος και φοινικοῦς.
Greek Monotonic
φοινῑκιοῦς: -οῦσσα, -οῦν, = φοινίκεος, σε Αριστοφ.