3,274,921
edits
(44) |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑποχώρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[ὑποχωρῶ]]<br />[[οπισθοδρόμηση]], [[οπισθοχώρηση]] (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, [[αλλά]] υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν | |mltxt=η / [[ὑποχώρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[ὑποχωρῶ]]<br />[[οπισθοδρόμηση]], [[οπισθοχώρηση]] (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, [[αλλά]] υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑποχώρησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παραίτηση]] από αξιώσεις, [[συγκατάβαση]], [[συμβιβασμός]] («δεν έχει μάθει στη ζωή του να μην κάνει υποχωρήσεις»)<br /><b>2.</b> [[μείωση]] της έντασης ή της δριμύτητας ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης («[[υποχώρηση]] του ψύχους»)<br /><b>3.</b> [[ανακοπή]] της ορμής<br /><b>4.</b> [[καθίζηση]] ή [[πτώση]] («[[υποχώρηση]] του εδάφους»)<br /><b>5.</b> <b>στρ.</b> η [[προς]] τα [[πίσω]] [[κίνηση]] μιας μαχόμενης μονάδας, αντίθετη της επίθεσης, [[κίνηση]] που γίνεται για στρατηγικούς ή τακτικούς σκοπούς<br /><b>6.</b> (για διάφορες καταστάσεις και φαινόμενα) [[ελάττωση]] της έντασης, [[περιορισμός]] του παροξυσμού (α. «[[υποχώρηση]] της θύελλας» β. «[[υποχώρηση]] της αρρώστιας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] στον οποίο καταφεύγει ή αποσύρεται [[κανείς]], [[καταφύγιο]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[παλίρροια]]) [[τράβηγμα]] τών νερών, άμπωτη<br /><b>3.</b> [[διέξοδος]]<br /><b>4.</b> [[έκκριμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποχώρησις]] γαστρός» — [[εκκένωση]] της κοιλιάς <b>(Ιπποκρ.)</b>. | ||
}} | }} |