3,276,932
edits
(39) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ</i>, -<i>ῶμαι]]<br />ζω [[μαζί]] με κάποιον, [[συζώ]] (α. «[[τρεις]] ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο [[μαζί]] τους», Παπαδ.<br />β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ [[κοινῇ]] βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατοικώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διατηρώ]] στενή [[επαφή]], έχω στενή [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («λόγῳ | |mltxt=συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ</i>, -<i>ῶμαι]]<br />ζω [[μαζί]] με κάποιον, [[συζώ]] (α. «[[τρεις]] ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο [[μαζί]] τους», Παπαδ.<br />β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ [[κοινῇ]] βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατοικώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διατηρώ]] στενή [[επαφή]], έχω στενή [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν συνδιαιτᾱσθαι», Φίλ.)<br />β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>συνδιαιτῶ</i>, -<i>άω</i><br />[[ενεργώ]] ή [[αποφασίζω]] ως [[διαιτητής]] από κοινού με άλλον. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ</i>, -<i>ῶμαι]]<br />ζω [[μαζί]] με κάποιον, [[συζώ]] (α. «[[τρεις]] ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο [[μαζί]] τους», Παπαδ.<br />β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ [[κοινῇ]] βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατοικώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διατηρώ]] στενή [[επαφή]], έχω στενή [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («λόγῳ | |mltxt=συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ</i>, -<i>ῶμαι]]<br />ζω [[μαζί]] με κάποιον, [[συζώ]] (α. «[[τρεις]] ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο [[μαζί]] τους», Παπαδ.<br />β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ [[κοινῇ]] βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατοικώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διατηρώ]] στενή [[επαφή]], έχω στενή [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν συνδιαιτᾱσθαι», Φίλ.)<br />β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>συνδιαιτῶ</i>, -<i>άω</i><br />[[ενεργώ]] ή [[αποφασίζω]] ως [[διαιτητής]] από κοινού με άλλον. | ||
}} | }} |