συνδιαιτώμαι

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ, -ῶμαι]]
ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ.
β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)
αρχ.
1. συγκατοικώ
2. μτφ. α) διατηρώ στενή επαφή, έχω στενή σχέση με κάποιον ή με κάτι («λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν συνδιαιτᾶσθαι», Φίλ.)
β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
3. ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω
ενεργώ ή αποφασίζω ως διαιτητής από κοινού με άλλον.