επίσημος: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
(13)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[επίσημος]], -ον, δωρ. τ. [[ἐπίσαμος]])<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[περίφημος]], [[επιφανής]], [[γνωστός]] (α. «[[επίσημο]] [[γεγονός]]» β. «καὶ μὴν ὅδ’ [[ἄναξ]] αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ [[ἐπίσημον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]]<br /><b>3.</b> [[γιορταστικός]], [[ξεχωριστός]] («[[επίσημα]] ρούχα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγκυρος]], [[σοβαρός]] («επίσημη [[πρόταση]] γάμου»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δημόσια]] ή αναγνωρισμένη [[αρχή]] ή από έγκυρη [[πηγή]] («[[επίσημο]] [[έγγραφο]]»)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι επίσημοι</i><br />αυτοί που κατέχουν ανώτατα [[δημόσια]] αξιώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σημείο]], που φέρει [[επιγραφή]] ή [[άλλη]] [[παράσταση]]<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) χαραγμένο<br /><b>3.</b> [[ενεπίγραφος]] («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ [[ἐπίσημα]] πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῑσος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[ασπίδα]]) αυτή που έχει [[σύμβολο]] [[επάνω]]<br /><b>5.</b> (για επιληπτικούς) αυτός που έχει [[φανερά]] τα σημάδια της αρρώστιας<br /><b>6.</b> (για [[πρόβατο]]) ποικιλόχρωμο, παρδαλό<br /><b>7.</b> [[διακριτικός]], αυτός που χρησιμεύει για [[διάκριση]] («τοῑς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ [[ἐπίσημον]] ἑκάστῳ», Παρμεν.)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]] («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι [[γενέσθαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> (με μειωτική σημ.) [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σήμα]]. Η λ. [[επίσημος]] σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο [[σήμα]] ή [[σφραγίδα]] ([[κυρίως]] για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια [[δημόσια]] ή κρατική [[αρχή]]. Αυτή η [[σημασία]] εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, [[αυθεντικός]]», για να καταλήξει σε «[[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], αξιοσημείωτος»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[επίσημος]], -ον, δωρ. τ. [[ἐπίσαμος]])<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[περίφημος]], [[επιφανής]], [[γνωστός]] (α. «[[επίσημο]] [[γεγονός]]» β. «καὶ μὴν ὅδ’ [[ἄναξ]] αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ [[ἐπίσημον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]]<br /><b>3.</b> [[γιορταστικός]], [[ξεχωριστός]] («[[επίσημα]] ρούχα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγκυρος]], [[σοβαρός]] («επίσημη [[πρόταση]] γάμου»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δημόσια]] ή αναγνωρισμένη [[αρχή]] ή από έγκυρη [[πηγή]] («[[επίσημο]] [[έγγραφο]]»)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι επίσημοι</i><br />αυτοί που κατέχουν ανώτατα [[δημόσια]] αξιώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σημείο]], που φέρει [[επιγραφή]] ή [[άλλη]] [[παράσταση]]<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) χαραγμένο<br /><b>3.</b> [[ενεπίγραφος]] («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ [[ἐπίσημα]] πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῑσος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[ασπίδα]]) αυτή που έχει [[σύμβολο]] [[επάνω]]<br /><b>5.</b> (για επιληπτικούς) αυτός που έχει [[φανερά]] τα σημάδια της αρρώστιας<br /><b>6.</b> (για [[πρόβατο]]) ποικιλόχρωμο, παρδαλό<br /><b>7.</b> [[διακριτικός]], αυτός που χρησιμεύει για [[διάκριση]] («τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ [[ἐπίσημον]] ἑκάστῳ», Παρμεν.)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]] («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι [[γενέσθαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> (με μειωτική σημ.) [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σήμα]]. Η λ. [[επίσημος]] σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο [[σήμα]] ή [[σφραγίδα]] ([[κυρίως]] για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια [[δημόσια]] ή κρατική [[αρχή]]. Αυτή η [[σημασία]] εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, [[αυθεντικός]]», για να καταλήξει σε «[[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], αξιοσημείωτος»].
}}
}}