επίσημος
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
-η, -ο (AM επίσημος, -ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος)
1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.)
2. σπουδαίος, σημαντικός
3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα»)
νεοελλ.
1. έγκυρος, σοβαρός («επίσημη πρόταση γάμου»)
2. αυτός που προέρχεται από δημόσια ή αναγνωρισμένη αρχή ή από έγκυρη πηγή («επίσημο έγγραφο»)
3. ως ουσ. οι επίσημοι
αυτοί που κατέχουν ανώτατα δημόσια αξιώματα
αρχ.
1. αυτός που έχει σημείο, που φέρει επιγραφή ή άλλη παράσταση
2. (για νόμισμα) χαραγμένο
3. ενεπίγραφος («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ ἐπίσημα πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῖσος», Ηρόδ.)
4. (για ασπίδα) αυτή που έχει σύμβολο επάνω
5. (για επιληπτικούς) αυτός που έχει φανερά τα σημάδια της αρρώστιας
6. (για πρόβατο) ποικιλόχρωμο, παρδαλό
7. διακριτικός, αυτός που χρησιμεύει για διάκριση («τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ», Παρμεν.)
8. (για πρόσ.) επιφανής («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι γενέσθαι», Ηρόδ.)
9. (με μειωτική σημ.) περιβόητος, διαβόητος («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σήμα. Η λ. επίσημος σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο σήμα ή σφραγίδα (κυρίως για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια δημόσια ή κρατική αρχή. Αυτή η σημασία εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, αυθεντικός», για να καταλήξει σε «σπουδαίος, σημαντικός, αξιοσημείωτος»].