3,274,498
edits
(14) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.). | ||
}} | }} |