Anonymous

ερημαίος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αῑος" to "αῖος"
(14)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).
|mltxt=ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).
}}
}}