κατέχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατέχω''': μέλλ. [[καθέξω]] καὶ κατασχήσω: ἀόρ. κατέσχον, ποιητ. [[κατέσχεθον]] Σοφ. Ἠλ. 754, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. [[κάσχεθε]] Ἰλ. Λ. 702. ΙΙ. μεταβ., κρατῶ ἰσχυρῶς, καλύπτρην χείρεσσι Ἡσ. Θ. 575. β) κρατῶ [[ὀπίσω]], κατακρατῶ, εἴ με βίη ἀέκοντα καθέξει Ἰλ. Ο. 186, πρβλ. Λ. 702, Ὀδ. Ο. 500· ἐν κουλεῷ [[ξίφος]] Πινδ. Ν. 10.11·-[[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], κυβερνῶ, χαλιναγωγῶ, ἑωυτὸν Ἡρόδ. 6.129 (ἴδε κατωτ. Β.Ι.)· ἵππους Αἰσχύλ. Πέρσ. 190, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 754· δάκρυ Αἰσχύλ. Ἀγ. 204· ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 1011, Ο.Κ.874, Εὐρ. Βάκχ. 555, κτλ.· δύνασιν Σοφ. Ἀντ. 605· τὴν διάνοιαν Θουκ. 1.130· κ. τὴν ἀναγωγήν, [[ἀναβάλλω]], 6.29· κ. τὸ [[πλῆθος]] ἐλευθέρως, ἰσχύϊ 2.65., 3.62· κατ. τινὰ πολέμῳ 1.103· ἐπιθυμίας Πλάτ. Πολ. 554C· τὰ δάκρυα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117D (ὀλίγον ἀνωτέρω, κατ. τὸ μὴ δακρύειν), κ. ἀλλ.· τὸν γέλωτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 5, κτλ.· ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν, «κρατεῖται» ἀπὸ τοῦ νά…, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α.- Παθ., κατέχομαι, εἶμαι δεδεμένος, ὁρκίοισι Ἡρόδ. 1.29· ἐπὶ ἔθνους, τηροῦμαι [[ὑπόδουλος]], ὑποτάσσομαι (εἰς τυράννους), ὁ αὐτ. 1.59. γ) κρατῶ, κατ. αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὁ αὐτ. 6.128, πρβλ. 6.57· κ. αὐτοὺς [[ὥστε]] μὴ ἀπιέναι Ξεν. Ἀπομν. 2.6, 11.- Παθ., κρατοῦμαι, [[μένω]], ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Ἡρόδ. 8.117, Σοφ. Τρ. 249, Θουκ. 2.86, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν., ἔχω εἰς τὴν κατοχήν μου, εἶμαι κύριός τινος, τῶν ἐπιστημῶν μὴ [[πάνυ]] κ. Ἀριστ. Κατηγ. 8, 4· τῆς ὀργῆς Φιλήμ. παρὰ Στοβ. 171.38· τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον Διόδ. 12. 82, πρβλ. Πολύβ. 14. 1, 9· [[μηκέτι]] κατέχων [[ἑαυτοῦ]] Ἡρῳδιαν. 1. 25, 1, κτλ.· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Schweigh. εἰς Ἀππ. προοίμ. 9, Δινδ. εἰς Σχόλ. Δημ. 1. σ. 69. ΙΙ. ἔχω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ἐξουσιάζω]], ἰδίως ἐπὶ ἀρχόντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 732, Εὐρ. Ἑκ. 81· σώζειν [[ἅπερ]] ἂν [[ἅπαξ]] κατάσχωσι, ὅ,τι [[δήποτε]] λάβωσιν ὑπὸ τὴν κυριότητά των, Ἰσοκρ. 283D, πρβλ. 20Α· κατ. πάντας τοὺς λόγους Σωσίπ. ἐν «Καταψ.» 1. 17, πρβλ. 8. 33. β) κατοικῶ, Ὀλύμπου αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 609· ἰδίως ἐπὶ θεῶν προστατῶν, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀριστοφ. Νεφ. 603, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1· ἐπὶ τόπου, [[μέσον]] ὀμφαλὸν Φοίβου κ. [[δόμος]] Εὐρ. Ἴων. 222. 2) ἐπὶ ἤχου, [[γεμίζω]], πληρῶ, οἱ δ’ ἀλαλητῷ πᾶν [[πεδίον]] κατέχουσι Ἰλ. ΙΙ. 79· κ. [[στρατόπεδον]] δυσφημίαις, τὸ [[γεμίζω]] μὲ κακὰς φωνάς, δυσφημίας, Σοφ. Φιλ. 10· οἰμωγὴ… κατεῖχε πελαγίαν ἅλα Αἰσχύλ. Πέρσ. 427.- Παθ., κατέχεσθαι κλαυθμῷ Ἡρόδ. 1. 111. 3) πανδάκρυτον βιοτὰν κ., ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ ζωήν…, Σοφ. Φιλ. 690. 4) [[κατέχω]] καὶ [[καλύπτω]], ἐξαπλοῦμαι, [[καλύπτω]], νύξ... δνοφερὴ κάτεχ’ οὐρανὸν Ὀδ. Ν. 269· [[ἡμέρα]] πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 387, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 572· τινὲς αὖ πόντον κατέχουσ’ αυραι Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 1· ὀδμὴ… κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 9.- Παθ., κατείχετο γὰρ νεφέεσσιν [[σελήνη]] Ὀδ. Ι. 145, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 368, 644· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Ὀδ. Τ. 361· κατασχομένη ἑανῷ, καλυφθεῖσα, καλύψασα τὸ [[πρόσωπον]], Ἰλ. Γ. 419. 5) ἐπὶ τοῦ τάφου, [[περιέχω]], [[περικαλύπτω]], τοὺς δ’ ἤδη κατέχει [[φυσίζοος]] αἶα Γ. 243, Ὀδ. Λ. 301, πρβλ. 549, Ἰλ. Σ. 332· ὡς ἀπειλή, πρὶν καί τινα [[γαῖα]] καθέξει, πρὶν ἢ καλύψῃ…, ΙΙ. 629, Ὀδ. Ν. 427, κτλ., πρβλ. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· τἀνάπαλιν ἐπὶ τῶν νεκρῶν, θήκας Ἰλιάδος γῆς… κατέχουσι, κεῖνται ἐν αὐταῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 454, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1167. 6) ἐπὶ καταστάσεων καὶ τῶν τοιούτων, κρατῶ χαμηλά, κατανικῶ, [[καταθλίβω]], μιν κατὰ [[γῆρας]] ἔχει Ὀδ. Λ. 497· [[φάτις]] κατέχει νιν Πινδ. ΙΙ. 1. 186, πρβλ. Ο. 7. 18, κτλ.· μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ’ ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ Σοφ. Αἴ. 142· φθορὰ κ. τὸν σὸν δόμον ὁ αὐτ. Ο. Κ. 370· [[τύχη]], [[πόλεμος]] κ. τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304C, κτλ.· σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[εὐμοιρία]] κ. τὸν βίον Ἡρῳδιαν. 2. 5. β) ἐπὶ περιστάσεως, [[κατέχω]] τὸν νοῦν, [[ἐνασχολῶ]] τὴν προσοχήν τινος, ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων χαλεπώτερα Ἡρόδ. 6. 40 καὶ 41, πρβλ. 1. 65, ἂν καὶ ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[φράσις]] δύναται νὰ σημαίνῃ τὰς περιστάσεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἀνεχαίτιζον, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1.β. 7) [[καταλαμβάνω]] ὡς κατακτητής, τὸ Καδμείων [[πέδον]] Σοφ. Ο. Κ. 380· ἰδίως παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσι, κατ. τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 5. 72· τὰ χωρία 6. 101· τὰ πρήγματα 3. 143· τὰ ἐχυρὰ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 27· τὰ κύκλῳ Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς Δημ. 258. 6· φρουρᾷ τὰς πόλεις Πλούτ. 2. 177C. 8) [[ἐπιτυγχάνω]], κατορθώνω τι, ἐκτελῶ, ἀντίθετον τῷ βουλεύειν, Λυσ. 100. 10· τὴν πρᾶξιν Πολύβ. 5. 10, 27, 9) «[[κατέχω]]», ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], οὐ [[κατέχω]] τί βούλει φράζειν, non teneo..., non capio…, Πλάτ. Φίληβ. 26C, πρβλ. Μένωνα 72D, Κέβητ. Πίνακ. 34. 10) ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ προσώπ., κατέχομαι, δηλ. διατελῶ ὑπὸ ἔμπνευσιν, εἶμαι [[ἔνθεος]], ἐνθουσιασμένος, Πλάτ. Ἴων. 533Ε, 536Β, D, κ. ἀλλ.· ἐκ θεῶν Ξεν. Συμπ. 1. 10, πρβλ. [[ἐπίπνοος]]·- [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙΙ. ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[πιέζω]], ὠθῶ, [[ἐπείγω]], Λατιν. urgere, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 22, Κυν. 6. 22·- Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 9. 20. IV. [[φέρω]] [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 6. 101., 7. 59· ἴδε κατωτ. Β. 2. Β. ἀμεταβ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) κρατῶ ἐμαυτόν, εἶμαι [[κύριος]] [[ἐμαυτοῦ]], Σοφ. Ο. Τ. 782· εἶπεν οὖν μὴ κατασχὼν Πλουτ. Ἀρτοξ. 15· οὐ κατέσχεν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 43· μετ’ ἀπαρ., κ. τὸ μὴ δακρύειν Πλάτ. Φαίδων 117C· [[μετὰ]] μετοχ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. β) κρατῶ ἐμαυτόν, «σταματῶ», [[λήγω]], [[παύω]], π.χ. ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 944. 2) [[ἔρχομαι]] ἐκ τοῦ πελάγους εἰς τὴν [[ἀκτήν]], προσορμίζομαι (ἴδε ἀνωτ. IV), νηῒ Θορικόνδε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 126· ([[ἄνευ]] τοῦ νηῒ) ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 8. 41· τίνες ποτ’ ἐς γῆν τήνδε… κατέσχετε; Σοφ. Φιλ. 220, πρβλ. 270, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 84, Ἀντιφ. 131. 44, κτλ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἑλ. 1206, Κύκλ. 223·- ἐπὶ ὁδοιπορίας διὰ ξηρᾶς, ἀναπαύομαι, προξένων δ’ ἔν του κατέσχες Εὐρ. Ἴων 551, πρβλ. Πολύβ. 5. 71, 2. 3) [[ὑπερισχύω]], ἐπικρατῶ, ὁ [[λόγος]] κατέχει, ἡ [[φήμη]] ἐπικρατεῖ, Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 10· σεισμοὶ κατ., ἐπικρατοῦσιν, εἶνε συχνοί, Θουκ. 3. 89· ὁ βορέας κατεῖχεν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 12, πρβλ. 2. 4, 14, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 1. 4) ἐπικρατῶ, νικῶ, Θέογν. 262· κατορθώνω τὸν σκοπόν, Λυσ. 100. 10· ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 434· νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 12· (ἡ [[πλήρης]] [[φράσις]], κατασχήσειν τὴν πρᾶξιν ἀπαντᾷ ἐν 5. 10, 27). 5) [[συμβαίνω]], [[ἀποβαίνω]], εὖ κατασχήσει Σοφ. Ἡλ. 503. Γ. Μέσ., κρατῶ δι’ ἐμαυτόν, κατακρατῶ, σφετερίζομαι, τὰ χρήματα Ἡρόδ. 7. 164. 2) καλύπτομαι, ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 4. 3) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], Πολύβ. 9. 21, 7. ΙΙ. [[κατασχόμενος]] Πινδ. ΙΙ. 1. 18, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 27· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 9.
|lstext='''κατέχω''': μέλλ. [[καθέξω]] καὶ κατασχήσω: ἀόρ. κατέσχον, ποιητ. [[κατέσχεθον]] Σοφ. Ἠλ. 754, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. [[κάσχεθε]] Ἰλ. Λ. 702. ΙΙ. μεταβ., κρατῶ ἰσχυρῶς, καλύπτρην χείρεσσι Ἡσ. Θ. 575. β) κρατῶ [[ὀπίσω]], κατακρατῶ, εἴ με βίη ἀέκοντα καθέξει Ἰλ. Ο. 186, πρβλ. Λ. 702, Ὀδ. Ο. 500· ἐν κουλεῷ [[ξίφος]] Πινδ. Ν. 10.11·-[[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], κυβερνῶ, χαλιναγωγῶ, ἑωυτὸν Ἡρόδ. 6.129 (ἴδε κατωτ. Β.Ι.)· ἵππους Αἰσχύλ. Πέρσ. 190, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 754· δάκρυ Αἰσχύλ. Ἀγ. 204· ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 1011, Ο.Κ.874, Εὐρ. Βάκχ. 555, κτλ.· δύνασιν Σοφ. Ἀντ. 605· τὴν διάνοιαν Θουκ. 1.130· κ. τὴν ἀναγωγήν, [[ἀναβάλλω]], 6.29· κ. τὸ [[πλῆθος]] ἐλευθέρως, ἰσχύϊ 2.65., 3.62· κατ. τινὰ πολέμῳ 1.103· ἐπιθυμίας Πλάτ. Πολ. 554C· τὰ δάκρυα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117D (ὀλίγον ἀνωτέρω, κατ. τὸ μὴ δακρύειν), κ. ἀλλ.· τὸν γέλωτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 5, κτλ.· ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν, «κρατεῖται» ἀπὸ τοῦ νά…, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α.- Παθ., κατέχομαι, εἶμαι δεδεμένος, ὁρκίοισι Ἡρόδ. 1.29· ἐπὶ ἔθνους, τηροῦμαι [[ὑπόδουλος]], ὑποτάσσομαι (εἰς τυράννους), ὁ αὐτ. 1.59. γ) κρατῶ, κατ. αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὁ αὐτ. 6.128, πρβλ. 6.57· κ. αὐτοὺς [[ὥστε]] μὴ ἀπιέναι Ξεν. Ἀπομν. 2.6, 11.- Παθ., κρατοῦμαι, [[μένω]], ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Ἡρόδ. 8.117, Σοφ. Τρ. 249, Θουκ. 2.86, κτλ. 2) μετὰ γεν., ἔχω εἰς τὴν κατοχήν μου, εἶμαι κύριός τινος, τῶν ἐπιστημῶν μὴ [[πάνυ]] κ. Ἀριστ. Κατηγ. 8, 4· τῆς ὀργῆς Φιλήμ. παρὰ Στοβ. 171.38· τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον Διόδ. 12. 82, πρβλ. Πολύβ. 14. 1, 9· [[μηκέτι]] κατέχων [[ἑαυτοῦ]] Ἡρῳδιαν. 1. 25, 1, κτλ.· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Schweigh. εἰς Ἀππ. προοίμ. 9, Δινδ. εἰς Σχόλ. Δημ. 1. σ. 69. ΙΙ. ἔχω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ἐξουσιάζω]], ἰδίως ἐπὶ ἀρχόντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 732, Εὐρ. Ἑκ. 81· σώζειν [[ἅπερ]] ἂν [[ἅπαξ]] κατάσχωσι, ὅ,τι [[δήποτε]] λάβωσιν ὑπὸ τὴν κυριότητά των, Ἰσοκρ. 283D, πρβλ. 20Α· κατ. πάντας τοὺς λόγους Σωσίπ. ἐν «Καταψ.» 1. 17, πρβλ. 8. 33. β) κατοικῶ, Ὀλύμπου αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 609· ἰδίως ἐπὶ θεῶν προστατῶν, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀριστοφ. Νεφ. 603, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1· ἐπὶ τόπου, [[μέσον]] ὀμφαλὸν Φοίβου κ. [[δόμος]] Εὐρ. Ἴων. 222. 2) ἐπὶ ἤχου, [[γεμίζω]], πληρῶ, οἱ δ’ ἀλαλητῷ πᾶν [[πεδίον]] κατέχουσι Ἰλ. ΙΙ. 79· κ. [[στρατόπεδον]] δυσφημίαις, τὸ [[γεμίζω]] μὲ κακὰς φωνάς, δυσφημίας, Σοφ. Φιλ. 10· οἰμωγὴ… κατεῖχε πελαγίαν ἅλα Αἰσχύλ. Πέρσ. 427.- Παθ., κατέχεσθαι κλαυθμῷ Ἡρόδ. 1. 111. 3) πανδάκρυτον βιοτὰν κ., ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ ζωήν…, Σοφ. Φιλ. 690. 4) [[κατέχω]] καὶ [[καλύπτω]], ἐξαπλοῦμαι, [[καλύπτω]], νύξ... δνοφερὴ κάτεχ’ οὐρανὸν Ὀδ. Ν. 269· [[ἡμέρα]] πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 387, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 572· τινὲς αὖ πόντον κατέχουσ’ αυραι Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 1· ὀδμὴ… κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 9.- Παθ., κατείχετο γὰρ νεφέεσσιν [[σελήνη]] Ὀδ. Ι. 145, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 368, 644· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Ὀδ. Τ. 361· κατασχομένη ἑανῷ, καλυφθεῖσα, καλύψασα τὸ [[πρόσωπον]], Ἰλ. Γ. 419. 5) ἐπὶ τοῦ τάφου, [[περιέχω]], [[περικαλύπτω]], τοὺς δ’ ἤδη κατέχει [[φυσίζοος]] αἶα Γ. 243, Ὀδ. Λ. 301, πρβλ. 549, Ἰλ. Σ. 332· ὡς ἀπειλή, πρὶν καί τινα [[γαῖα]] καθέξει, πρὶν ἢ καλύψῃ…, ΙΙ. 629, Ὀδ. Ν. 427, κτλ., πρβλ. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· τἀνάπαλιν ἐπὶ τῶν νεκρῶν, θήκας Ἰλιάδος γῆς… κατέχουσι, κεῖνται ἐν αὐταῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 454, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1167. 6) ἐπὶ καταστάσεων καὶ τῶν τοιούτων, κρατῶ χαμηλά, κατανικῶ, [[καταθλίβω]], μιν κατὰ [[γῆρας]] ἔχει Ὀδ. Λ. 497· [[φάτις]] κατέχει νιν Πινδ. ΙΙ. 1. 186, πρβλ. Ο. 7. 18, κτλ.· μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ’ ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ Σοφ. Αἴ. 142· φθορὰ κ. τὸν σὸν δόμον ὁ αὐτ. Ο. Κ. 370· [[τύχη]], [[πόλεμος]] κ. τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304C, κτλ.· σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[εὐμοιρία]] κ. τὸν βίον Ἡρῳδιαν. 2. 5. β) ἐπὶ περιστάσεως, [[κατέχω]] τὸν νοῦν, [[ἐνασχολῶ]] τὴν προσοχήν τινος, ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων χαλεπώτερα Ἡρόδ. 6. 40 καὶ 41, πρβλ. 1. 65, ἂν καὶ ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[φράσις]] δύναται νὰ σημαίνῃ τὰς περιστάσεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἀνεχαίτιζον, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1.β. 7) [[καταλαμβάνω]] ὡς κατακτητής, τὸ Καδμείων [[πέδον]] Σοφ. Ο. Κ. 380· ἰδίως παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσι, κατ. τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 5. 72· τὰ χωρία 6. 101· τὰ πρήγματα 3. 143· τὰ ἐχυρὰ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 27· τὰ κύκλῳ Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς Δημ. 258. 6· φρουρᾷ τὰς πόλεις Πλούτ. 2. 177C. 8) [[ἐπιτυγχάνω]], κατορθώνω τι, ἐκτελῶ, ἀντίθετον τῷ βουλεύειν, Λυσ. 100. 10· τὴν πρᾶξιν Πολύβ. 5. 10, 27, 9) «[[κατέχω]]», ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], οὐ [[κατέχω]] τί βούλει φράζειν, non teneo..., non capio…, Πλάτ. Φίληβ. 26C, πρβλ. Μένωνα 72D, Κέβητ. Πίνακ. 34. 10) ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ προσώπ., κατέχομαι, δηλ. διατελῶ ὑπὸ ἔμπνευσιν, εἶμαι [[ἔνθεος]], ἐνθουσιασμένος, Πλάτ. Ἴων. 533Ε, 536Β, D, κ. ἀλλ.· ἐκ θεῶν Ξεν. Συμπ. 1. 10, πρβλ. [[ἐπίπνοος]]·- [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙΙ. ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[πιέζω]], ὠθῶ, [[ἐπείγω]], Λατιν. urgere, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 22, Κυν. 6. 22·- Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 9. 20. IV. [[φέρω]] [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 6. 101., 7. 59· ἴδε κατωτ. Β. 2. Β. ἀμεταβ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) κρατῶ ἐμαυτόν, εἶμαι [[κύριος]] [[ἐμαυτοῦ]], Σοφ. Ο. Τ. 782· εἶπεν οὖν μὴ κατασχὼν Πλουτ. Ἀρτοξ. 15· οὐ κατέσχεν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 43· μετ’ ἀπαρ., κ. τὸ μὴ δακρύειν Πλάτ. Φαίδων 117C· μετὰ μετοχ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. β) κρατῶ ἐμαυτόν, «σταματῶ», [[λήγω]], [[παύω]], π.χ. ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 944. 2) [[ἔρχομαι]] ἐκ τοῦ πελάγους εἰς τὴν [[ἀκτήν]], προσορμίζομαι (ἴδε ἀνωτ. IV), νηῒ Θορικόνδε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 126· ([[ἄνευ]] τοῦ νηῒ) ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 8. 41· τίνες ποτ’ ἐς γῆν τήνδε… κατέσχετε; Σοφ. Φιλ. 220, πρβλ. 270, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 84, Ἀντιφ. 131. 44, κτλ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἑλ. 1206, Κύκλ. 223·- ἐπὶ ὁδοιπορίας διὰ ξηρᾶς, ἀναπαύομαι, προξένων δ’ ἔν του κατέσχες Εὐρ. Ἴων 551, πρβλ. Πολύβ. 5. 71, 2. 3) [[ὑπερισχύω]], ἐπικρατῶ, ὁ [[λόγος]] κατέχει, ἡ [[φήμη]] ἐπικρατεῖ, Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 10· σεισμοὶ κατ., ἐπικρατοῦσιν, εἶνε συχνοί, Θουκ. 3. 89· ὁ βορέας κατεῖχεν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 12, πρβλ. 2. 4, 14, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 1. 4) ἐπικρατῶ, νικῶ, Θέογν. 262· κατορθώνω τὸν σκοπόν, Λυσ. 100. 10· ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 434· νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 12· (ἡ [[πλήρης]] [[φράσις]], κατασχήσειν τὴν πρᾶξιν ἀπαντᾷ ἐν 5. 10, 27). 5) [[συμβαίνω]], [[ἀποβαίνω]], εὖ κατασχήσει Σοφ. Ἡλ. 503. Γ. Μέσ., κρατῶ δι’ ἐμαυτόν, κατακρατῶ, σφετερίζομαι, τὰ χρήματα Ἡρόδ. 7. 164. 2) καλύπτομαι, ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 4. 3) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], Πολύβ. 9. 21, 7. ΙΙ. [[κατασχόμενος]] Πινδ. ΙΙ. 1. 18, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 27· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly