λέχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λέχος''': -εος, τό, (√ΛΕΧ, [[λέγω]] Α) ποιητ. [[ὄνομα]], ἀνάκλιντρον, [[κλίνη]], [[στρωμνή]], Ὅμ. κτλ.· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ. [[κυρίως]] πρὸς δήλωσιν τοῦ σκελετοῦ τῆς κλίνης ἐφ’ ἧς τίθεται ἡ [[στρωμνή]], ἴδε ἐν λέξ. [[δινωτός]], [[τρητός]]· πρβλ. [[εὐνή]]. 2) [[εἶδος]] νεκρικῆς κλίνης ἐφ’ ἧς κατετίθετο ὁ [[νεκρός]], Ἰλ. Ω. 589, 702, κτλ. 3) ἡ [[γαμήλιος]] [[εὐνή]], ἡ τοῦ ἔρωτος καὶ [[καθόλου]] ἡ συζυγικὴ [[κλίνη]], ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Λ. 31· ἐμὸν [[λέχος]] εἰσαναβαίνοι Θ. 291· [[λέχος]] δ’ ἤσχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Ὀδ. Θ. 269, πρβλ. Γ. 403· ἑτέρῳ λέχεϊ, δηλ. ἐν μοιχείᾳ, Πινδ. Π. 11. 39, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 411· τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον Σοφ. Αἴ. 491· [[λέχος]] Ἡρακλεῖ... ξυστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 27· κρύφιον ὡς ἔχοι [[λέχος]] [[αὐτόθι]] 360· λέχους γάρ... ἁγνὸν [[δέμας]] (δηλ. ἐστί) Ἱππ. 1003, πρβλ. 835· - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐκ λεχέων Πινδ. Π. 9. 64· λεχέων Διὸς εὐνάτειρα Αἰσχύλ. Πρ. 895· τὰ νυμφικὰ λ. Σοφ. Ο. Τ. 1243, πρβλ. Τρ. 514· [[ἐπίσημα]] γὰρ γήμαντι καὶ μείζω λέχη, [[ὅταν]] ἔλθῃ εἰς γάμον [[μετὰ]] γυναικὸς ἀνωτέρας [[ἑαυτοῦ]] κατὰ τὸ γένος ἢ τὸν πλοῦτον, Εὐρ. Ἠλ. 936· λ. ἀλλότρια [[αὐτόθι]] 1089· μικρὰ μεγάλων ἀμείνω... λέχη [[αὐτόθι]] 1099· - [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, σὰ λέχεα, ἡ σύζυγός σου, [[αὐτόθι]] 481 (λυρ.)· ἐν χρήσει παρὰ κωμ. ἐν ποιητικοῖς ἢ παρῳδουμένοις τραγ. χωρίοις, λ. γαμήλιον Ἀριστοφ. Ὄρ. 1758· κουρίδιον λ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 844· λ. συμμῑξαὶ τινι ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 841. 4) πτηνοῦ φωλέα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 51, Σοφ. Ἀντ. 425. - Πρβλ. [[λέκτρον]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λέχος]]· [[κοίτη]], [[κλίνη]]· [[γάμος]], [[μῖξις]], [[συνουσία]]· [[γυνή]]».
|lstext='''λέχος''': -εος, τό, (√ΛΕΧ, [[λέγω]] Α) ποιητ. [[ὄνομα]], ἀνάκλιντρον, [[κλίνη]], [[στρωμνή]], Ὅμ. κτλ.· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ. [[κυρίως]] πρὸς δήλωσιν τοῦ σκελετοῦ τῆς κλίνης ἐφ’ ἧς τίθεται ἡ [[στρωμνή]], ἴδε ἐν λέξ. [[δινωτός]], [[τρητός]]· πρβλ. [[εὐνή]]. 2) [[εἶδος]] νεκρικῆς κλίνης ἐφ’ ἧς κατετίθετο ὁ [[νεκρός]], Ἰλ. Ω. 589, 702, κτλ. 3) ἡ [[γαμήλιος]] [[εὐνή]], ἡ τοῦ ἔρωτος καὶ [[καθόλου]] ἡ συζυγικὴ [[κλίνη]], ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Λ. 31· ἐμὸν [[λέχος]] εἰσαναβαίνοι Θ. 291· [[λέχος]] δ’ ἤσχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Ὀδ. Θ. 269, πρβλ. Γ. 403· ἑτέρῳ λέχεϊ, δηλ. ἐν μοιχείᾳ, Πινδ. Π. 11. 39, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 411· τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον Σοφ. Αἴ. 491· [[λέχος]] Ἡρακλεῖ... ξυστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 27· κρύφιον ὡς ἔχοι [[λέχος]] [[αὐτόθι]] 360· λέχους γάρ... ἁγνὸν [[δέμας]] (δηλ. ἐστί) Ἱππ. 1003, πρβλ. 835· - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐκ λεχέων Πινδ. Π. 9. 64· λεχέων Διὸς εὐνάτειρα Αἰσχύλ. Πρ. 895· τὰ νυμφικὰ λ. Σοφ. Ο. Τ. 1243, πρβλ. Τρ. 514· [[ἐπίσημα]] γὰρ γήμαντι καὶ μείζω λέχη, [[ὅταν]] ἔλθῃ εἰς γάμον μετὰ γυναικὸς ἀνωτέρας [[ἑαυτοῦ]] κατὰ τὸ γένος ἢ τὸν πλοῦτον, Εὐρ. Ἠλ. 936· λ. ἀλλότρια [[αὐτόθι]] 1089· μικρὰ μεγάλων ἀμείνω... λέχη [[αὐτόθι]] 1099· - [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, σὰ λέχεα, ἡ σύζυγός σου, [[αὐτόθι]] 481 (λυρ.)· ἐν χρήσει παρὰ κωμ. ἐν ποιητικοῖς ἢ παρῳδουμένοις τραγ. χωρίοις, λ. γαμήλιον Ἀριστοφ. Ὄρ. 1758· κουρίδιον λ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 844· λ. συμμῑξαὶ τινι ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 841. 4) πτηνοῦ φωλέα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 51, Σοφ. Ἀντ. 425. - Πρβλ. [[λέκτρον]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λέχος]]· [[κοίτη]], [[κλίνη]]· [[γάμος]], [[μῖξις]], [[συνουσία]]· [[γυνή]]».
}}
}}
{{bailly
{{bailly