3,273,773
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομίζω''': μέλλ. κομιῶ, οὐ μόνον παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 546· κομίσω, μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. (ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 768 [[εἶναι]] ἀόρ. ὑποτ.)· ― ἀόρ. ἐκόμισα, Ἐπικ. ἐκόμισσα ἢ κόμισσα Ἰλ., Δωρ. ἐκόμιξα Πινδ. Π. 4. 284· ― πρκμ. κεκόμικα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κομιοῦμαι Ἀριστοφ., Θουκ. κτλ.· Ἰων. -ιεῦμαι (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4)· μεταγεν. κομίσομαι Φάλαρ.· ― ἀόρ. ἐκομισάμην, Ἐπικ. ἐκομισσ- ἢ κομισσ-, Ὅμ. ― Παθ. μέλλ. -ισθήσομαι Θουκ. 1. 52, Δημ.· ἀόρ. ἐκομίσθην Ἡρόδ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. κεκόμισμαι Δημ. 307. 18, ἀλλὰ συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. (Παθ. ἐκ τῆς √ΚΟΜΙΔJ, ἧς τὸ J ἀπώλετο ἐν τῷ [[κομιδή]], τὸ δὲ δJ ἔγεινε ζ ἐν τῷ [[κομίζω]], ἴδε Ζζ. ΙΙ. 3). Λαμβάνω φροντίδα [[περί]] τινος, [[φροντίζω]], ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, τόν γε γηράσκοντα [[κομίζω]] Ἰλ. Ω. 541· τόνδε τ’ ἐγὼ κομιῶ Ὀδ. Ο. 546· ἐμὲ [[κεῖνος]] [[ἐνδυκέως]] ἐκόμιζε Ρ. 113· κτλ., κόμισσε δὲ [[Πηνελόπεια]], παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Σ. 322, πρβλ. Υ. 68· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Χο. 262, 344· ― [[δέχομαι]] φιλίως, [[ξενίζω]], περιποιοῦμαι, Θουκ. 3. 65· κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καί σε... κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Ἰλ. Θ. 284, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 316· κομίσασθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν Ἀνδοκ. 16. 37, Ἰσαῖ. 36. 25· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 451 [[εἶναι]] παθ., [[οὔτι]] κομιζόμενός γε θάμιζεν, δὲν ἦτο ἀντικείμενον συχνῆς περιποιήσεως. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[προσέχω]] εἴς τι, [[φροντίζω]], δίδω προσοχήν, τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Φ. 350· κτήματα μὲν... κομιζέμεν ἐν μεγάροισιν Ψ. 355· [[δῶμα]] κ. ἐπὶ τῆς οἰκοδεσποίνης, Π. 74, κτλ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ [[πόδα]], τηρεῖν αὐτὸν ἔξω τοῦ βορβόρου, Αἰσχύλ. Χο. 697. ― Μέσ., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 391· Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν... μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, νὰ ἀποθηκεύσῃ τις..., [[αὐτόθι]] 598. ΙΙ. [[κομίζω]] τι πρὸς φύλαξιν, Ἀμφίμαχον... κόμισαν | |lstext='''κομίζω''': μέλλ. κομιῶ, οὐ μόνον παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 546· κομίσω, μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. (ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 768 [[εἶναι]] ἀόρ. ὑποτ.)· ― ἀόρ. ἐκόμισα, Ἐπικ. ἐκόμισσα ἢ κόμισσα Ἰλ., Δωρ. ἐκόμιξα Πινδ. Π. 4. 284· ― πρκμ. κεκόμικα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κομιοῦμαι Ἀριστοφ., Θουκ. κτλ.· Ἰων. -ιεῦμαι (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4)· μεταγεν. κομίσομαι Φάλαρ.· ― ἀόρ. ἐκομισάμην, Ἐπικ. ἐκομισσ- ἢ κομισσ-, Ὅμ. ― Παθ. μέλλ. -ισθήσομαι Θουκ. 1. 52, Δημ.· ἀόρ. ἐκομίσθην Ἡρόδ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. κεκόμισμαι Δημ. 307. 18, ἀλλὰ συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. (Παθ. ἐκ τῆς √ΚΟΜΙΔJ, ἧς τὸ J ἀπώλετο ἐν τῷ [[κομιδή]], τὸ δὲ δJ ἔγεινε ζ ἐν τῷ [[κομίζω]], ἴδε Ζζ. ΙΙ. 3). Λαμβάνω φροντίδα [[περί]] τινος, [[φροντίζω]], ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, τόν γε γηράσκοντα [[κομίζω]] Ἰλ. Ω. 541· τόνδε τ’ ἐγὼ κομιῶ Ὀδ. Ο. 546· ἐμὲ [[κεῖνος]] [[ἐνδυκέως]] ἐκόμιζε Ρ. 113· κτλ., κόμισσε δὲ [[Πηνελόπεια]], παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Σ. 322, πρβλ. Υ. 68· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Χο. 262, 344· ― [[δέχομαι]] φιλίως, [[ξενίζω]], περιποιοῦμαι, Θουκ. 3. 65· κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καί σε... κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Ἰλ. Θ. 284, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 316· κομίσασθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν Ἀνδοκ. 16. 37, Ἰσαῖ. 36. 25· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 451 [[εἶναι]] παθ., [[οὔτι]] κομιζόμενός γε θάμιζεν, δὲν ἦτο ἀντικείμενον συχνῆς περιποιήσεως. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[προσέχω]] εἴς τι, [[φροντίζω]], δίδω προσοχήν, τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Φ. 350· κτήματα μὲν... κομιζέμεν ἐν μεγάροισιν Ψ. 355· [[δῶμα]] κ. ἐπὶ τῆς οἰκοδεσποίνης, Π. 74, κτλ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ [[πόδα]], τηρεῖν αὐτὸν ἔξω τοῦ βορβόρου, Αἰσχύλ. Χο. 697. ― Μέσ., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 391· Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν... μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, νὰ ἀποθηκεύσῃ τις..., [[αὐτόθι]] 598. ΙΙ. [[κομίζω]] τι πρὸς φύλαξιν, Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, ἀπεκόμισαν τὸ πτῶμά του, Ἰλ. Ν. 196· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[Σίντιες]]... [[ἄφαρ]] κομίσαντο πεσόντα, τὸν παρέλαβον, τὸν ἔφερον εἰς τὸν οἶκόν του, Α. 594· κόμισαί με, παράλαβέ με ἀσφαλῆ, σῶσόν με, Ε. 359, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 774· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τὴν δ’ ἐκόμισσεν [[κῆρυξ]], ὁ [[κῆρυξ]] ἔλαβε καὶ ἐκόμισεν αὐτὴν (τὴν χλαῖναν) διὰ νὰ μὴ χαθῇ, Ἰλ. Β. 183· τρυφάλειαν κόμισαν... ἑταῖροι Γ. 378, πρβλ. Ν. 579· ― παρὰ μεταγεν. [[ἁπλῶς]], σῴζω, ἀπολυτρώνω, [[διασῴζω]], τινὰ ἐκ θανάτου Πινδ. Π. 3. 97, πρβλ. Ν. 8. 76· ἄρουσαν πατρίαν σφίσι κόμισον ὁ αὐτ. Ο. 2. 28· ― νεκρὸν κ., [[φέρω]] εἰς ταφήν, (ὡς τὸ [[ἐκφέρω]]), Σοφ. Αἴ. 1397, Εὐρ. Ἀνδρ. 1264· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. 71. 13· ἀλλ’ [[ἁπλῶς]] κομίζειν, [[φέρω]] τὸ [[σῶμα]] εἰς τὸν οἶκον, ἀντίθετ. τῷ [[θάπτω]], Αἰσχύλ. Χο. 683, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 71. 2) [[δέχομαι]], [[ἀλλά]] τις Ἀργείων κόμισε χροῒ (δηλ. τὸν ἄκοντα, [[τουτέστι]] τὸ [[ἀκόντιον]] τοῦ Πανθοίδου), Ἰλ. Ξ. 456, πρβλ. 463· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς δή μιν τῷ ἐν χροῒ ἐδέξατο τῷ σώματι πᾶν κομίσαιο (δηλ. τὸ [[ἔγχος]]) Χ. 286. 3) [[ἀποφέρω]] ὡς [[βραβεῖον]] ἢ ὡς λείαν, χρυσὸν δ’ Ἀχιλεὺς ἐκόμισε Β. 875· κόμισσα δὲ μούνυχας ἵππους Λ. 738· τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἐκέρδησαν τέσσαρας νίκας, Πινδ. Ν. 2. 30· [[ἔπαινος]], ὃν κομίζετον τοῦδ’ ἀνδρὸς Σοφ. Ο. Κ. 1411· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· ― [[μετέπειτα]], [[συχνάκις]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] τι πλῆρες, κτῶμαι, κερδαίνῳ, δόξαν ἐσθλὴν Εὐρ. Ἱππ. 432· τριώβολον Ἀριστοφ. Σφ. 690· τὴν ἀξίαν Πλάτ. Πολ. 615Β· τὰ ἆθλα αὐτῆς [[αὐτόθι]] 621D· τόκους [[αὐτόθι]] 555Ε· κ. τί τινος Σοφ. Ο. Τ. 580· τι [[παρά]] τινος Θουκ. 1. 43· τι ἀπό τινος Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· καὶ παθ. πρκμ. μὲ μέσ. σημασ., ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, ἔχετε θερίσῃ τοὺς καρπούς, Δημ. 304. 26· κεκόμισται [[χάριν]] 569. 27· ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν [[προῖκα]] 818. 1, πρβλ. Θουκ. 8. 61, Ἰσαῖ 53. 6. 4) [[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[βαστάζω]], κόμισαν [[δέπας]] Ἰλ. Ψ. 699, πρβλ. Ὀδ. Ν. 68, Ἡρόδ., κτλ.· κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, δύνασαι ν’ ἀπέλθῃς [[ὅπου]] θέλεις, Σοφ. Ἀντ. 444. ― Παθ., μεταφέρομαι, [[ταξειδεύω]] διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 43, κτλ.· [[εἴσω]] κομίζου, εἴσελθε, ἔμβαινε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· κ. [[παρά]] τινα, [[προστρέχω]], [[καταφεύγω]] εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 73· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀπαντῶσιν [[ἐνίοτε]] ὁ μέσ. μέλλ. καὶ ἀόρ., κομιεύμεθα ἐς Σίριν Ἡρόδ. 8. 62· οἳ ἂν κομίσωνται... ἐς Βαβυλῶνα ὁ αὐτ. 1. 185· ἔξω κομίσασθ’ οἴκων Εὐρ. Τρῳ. 167. 5) [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, [[εἰσφέρω]], [[εἰσάγω]], κόμιζε νῦν μοι παῖδα Σοφ. Αἴ. 530, πρβλ. Ἀντ. 444, Πλάτ. Πολ. 370Ε, καρπὸν κ., [[συγκομίζω]] τὸν σῖτον (πρβλ. κομιδὴ ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 14· ξενικὸν [[νόμισμα]] κ., [[εἰσάγω]], Πλάτ. Νόμ. 742Β· οὕτω, κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἰσοκρ. 227Α· οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 1· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸ [[ἄγαλμα]] ἐπὶ Δήλιον Ἡρόδ. 6. 118· ποίμνας ἐς δόμους Σοφ. Αἴ. 63, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 833. 6) ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ’ ἔσω; Σοφ. Ο. Τ. 678, πρβλ. Φιλ. 841, Πλάτ. Φαίδων 113D, κτλ.· κ. αὐτὴν ἐξ ὀμμάτων, ἐξάγαγε αὐτὴν ἀπ’ ἔμπροσθέν μου, Εὐρ. Ἄλκ. 1064· κ. [[ναῦς]] Θουκ. 2. 85, κτλ. 7) [[ἐπανάγω]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Πινδ. Π. 4. 188· τεὰν ψυχὰν κ. (ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου), ὁ αὐτ. Ν. 8. 75. 8) ἀνακτῶμαι, ὁ αὐτ. Ο. 13. 82· τέκνων... κομίσαι [[δέμας]] Εὐρ. Ἱκέτ. 273, πρβλ. 495· καὶ παρὰ πεζογράφοις, [[πάλιν]] κ. Πλάτ. Φαίδων 107Ε, κτλ. ― Μέσ., ἀνακτῶμαι, [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]], τὸν παῖδα Εὐρ. Βάκχ. 1225, πρβλ. Ι. Τ. 1362· τὴν βασιλείαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 549· τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι Θουκ. 1. 113, πρβλ. 4. 117., 6. 103· κομίζομαι χρήματα, πληρώνομαι [[χρέος]], Λυσ. παρὰ Διογ. 910, Ἀνδοκ. 6. 11, Δημ. 42. 13, κτλ.· τόκους Πλάτ. Πολ. 555Ε, κτλ.· οὕτω, κ. τιμωρίαν [[παρά]] τινος Λυσ. 126. 34· κομίζεσθαι τὴν θυγατέρα, [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]] τὴν θυγατέρα μου (μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της), Ἰσαῖ. 69. 30, ἴδε κατωτ. 9. ― Παθ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], συχνὸν παρ’ Ἡροδότῳ, Ξεν., κτλ.· ἐκομίσθησαν ἐπ’ οἴκου Θουκ. 2. 33, πρβλ. 73· κομισθεὶς [[οἴκαδε]] Πλάτ. Πολ. 614Β. 9) μεταφ., προφυλάττω ἐκ τῆς λήθης, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ’ ἐκόμισαν Πινδ. Ν. 6. 52. 10) ὡς τὸ Λατ. affero, χορηγῶ, [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[θράσος]]... ἀνδράσι θνήσκουσι κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 804· ― τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. συνδυάζονται, χθὼν πάντα κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται, παρέχει τὰ πάντα καὶ [[πάλιν]] τὰ λαμβάνει [[ὀπίσω]], Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 539, πρβλ. 89, 668. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κομίζω]])<br />[[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[κουβαλώ]] («[[σφέα]] ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον («[[οὐδέ]] νυ τον γε [παῑδα] γηράσκοντα [[κομίζω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ή [[κάτι]] για να του παράσχω [[φροντίδα]] («Ἀμφίμαχον... κόμισαν | |mltxt=(AM [[κομίζω]])<br />[[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[κουβαλώ]] («[[σφέα]] ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον («[[οὐδέ]] νυ τον γε [παῑδα] γηράσκοντα [[κομίζω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ή [[κάτι]] για να του παράσχω [[φροντίδα]] («Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σώζω]] («ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[βραβείο]] ή ως [[λεία]] («χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισε δαΐφρων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για καρπούς) [[συλλέγω]], [[δρέπω]]<br /><b>7.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] από άλλον<br /><b>8.</b> (ενεργ. και μεσ.) πλήττομαι από [[βλήμα]]<br /><b>9.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] σε μια [[χώρα]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[τέχνη]], [[επιστήμη]], [[φιλοσοφία]] <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ο [[πρώτος]] [[εισηγητής]], [[μεταδίδω]]<br /><b>11.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]<br /><b>12.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον από την [[εξορία]] ή από τον Άδη<br /><b>13.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναλαμβάνω]], [[ανακτώ]] («τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αὐτοί... ἐκομίσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ως [[αυθεντία]] («κομίζειν Θεμιστοκλέα», Φιλόδ.)<br /><b>15.</b> [[χορηγώ]], [[προσφέρω]]<br /><b>16.</b> [[διασώζω]] από τη [[λήθη]] («ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>17.</b> (το ενεργ. και μέσ. συναρτημένα στον λόγο) [[δίνω]] και [[παίρνω]] [[πίσω]] («χθὼν [[πάντα]] κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται», Μέν.)<br /><b>18.</b> <b>μέσ.</b> <i>κομίζομαι</i><br />α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br />β) πληρώνομαι, [[εισπράττω]] τα οφειλόμενα<br /><b>19.</b> <b>παθ.</b>. [[ταξιδεύω]] με μεταφορικό [[μέσο]] στην [[ξηρά]] ή στη [[θάλασσα]]<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> «[[κομίζω]] ἐμαυτόν» — [[απέρχομαι]], [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ. του <i>κομῶ</i> / <i>έω</i> «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]» παρεκτεταμένο σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]] <i>γεμ</i>-<i>ίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέμω]]). Το ρ. [[κομίζω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]]», η οποία εξελίχθηκε στην [[έννοια]] «[[μεταφέρω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομιστής]], [[κομιστικός]], [[κόμιστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομιδή]], [[κομιστήρ]], [[κομιστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κόμισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αποκομίζω]], [[διακομίζω]], [[εισκομίζω]], [[εκκομίζω]], [[μετακομίζω]], [[προσκομίζω]], [[συγκομίζω]], [[συναποκομίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακομίζω]], <i>αντεκομίζω</i>, <i>αντικκομίζω</i>, <i>επεισκομίζω</i>, [[επικομίζω]], [[κατακομίζω]], [[νεκροκομίζω]], [[παρακομίζω]], [[παρεισκομίζω]], [[περικομίζω]], [[προεκκομίζω]], [[προκομίζω]], [[συγκατακομίζω]], [[συμπαρακομίζω]], [[συμπερικομίζω]], [[συνανακομίζω]], [[συνδιακομίζω]], [[συνεισκομίζω]], [[συνεκκομίζω]], [[υπεκκομίζω]], [[υπερκομίζω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |