κόπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόπτω''': μέλλ. κόψω: ἀόρ. ἔκοψα: πρκμ. κέκοφα (ἐν τοῖς συνθέτοις ἐκ-, περι-, συγ-), Ἐπικ. μετοχ. κεκοπὼς Ἰλ. Ν. 60, Ὀδ. Σ. 334. ― Μέσ. μέλλ. κόψομαι Ἑβδ., (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. σημασίας Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 651, 731): ἀόρ. ἐκοψάμην Ἡρόδ.· ― Παθ. μέλλ. κεκόψομαι (ἐν συνθέτοις ἀπο-, ἐκ, κατα-), κοπήσομαι (συγ-): ἀόρ. ἐκόπην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Ἀριστοφ., Θουκ.: πρκμ. κέκομμαι Αἰσχύλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΠ, πρβλ. πρκμ. κεκοπώς: ἀόρ. κοπῆναι, κοπίς, κοπή, κόπανον, [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] κωφός· ἀλλὰ ἡ [[λέξις]] σκέπαρνον, παραβαλλομένη πρὸς τοὺς Σλαυικοὺς τύπους skop-iti (castrare), κτλ., φαίνεται δεικνύουσα ὅτι ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦν ΣΚΕΠ ἢ ΣΚΟΠ). Κόπτω, πλήττω, κτυπῶ, Λατ. caedo, ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ [[ἐφεξῆς]] κατὰ διαφόρους σχέσεις, 1) πλήττω, κτυπῶ, ἀμφὶ [[κάρα]] κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Ὀδ. Σ. 334· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον, τὸν ἔπληξε κατὰ τὴν παρειάν, Ἰλ. Ψ. 690. 2) πλήττω ἢ κτυπῶ δι’ ὅπλων, Λατ. ferire, κόπτοντες δούρεσσι [[μετάφρενον]] Ὀδ. Θ. 528, πρβλ. Ἰλ. Μ. 204· τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Ἡρόδ. 6. 113· μεταφορ., ῥήμασι κ. Ἀνθ. Π. 11. 335. 3) κτυπῶ [[ζῷον]] διὰ πελέκεως ἢ σφύρας [[ὅπως]] τὸ φονεύσω, κόψας [[ἐξόπισθεν]] κεράων βοὸς Ἰλ. Ρ. 521, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 425, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ἰδίως, [[ὁπόταν]] νοῆται ἡ ὑπὸ τοῦ κρεοπώλου [[σφαγή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Εὐμ. 635, Εὐρ. Ἠλ. 838. 4) [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκόπτω]], [[κατακόπτω]], κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ἰλ. Ν. 203· χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κόπτον Ὀδ. Χ. 477· κ. τὰ γέρρα ταῖς μαχαίραις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 26· κ. δένδρα, [[κατακόπτω]], κόπτων [[κρημνίζω]], Θουκ. 2. 75, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 39, 43· κ. τὴν χώραν, ὡς τὰ κείρειν, τέμνειν, [[κατακόπτω]] τὰ δένδρα αὐτῆς, δενδροτομῶ, ἐρημώνω, [[αὐτόθι]] 3. 2, 26., 4. 6, 5· ― ἐπὶ πλοίων, ἐν τῷ παθ. τύπῳ, συντρίβομαι, καθίσταμαι ἄχρηστον ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 4. 14., 8. 13· ― μεταφ., φρενῶν κεκομμένος, ὡς τὸ νόου βεβλαμμένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 479· ἁ φροντὶς κόπτοισα τὸν [[ὕπνον]] ἐμποδίζουσα, Θεόκρ. 21. 28· [[πνεῦμα]] κοπτόμενον, [[αἴφνης]] διακοπτόμενον, κρατηθέν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 16. 5) κτυπῶ ἵππον, [[ὅπως]] ἀναγκάσω αὐτὸν νὰ τρέχῃ ταχύτερα, κόπτε δ’ Ὀδυσσεὺς τόξῳ Ἰλ. Κ. 513· [[οὕτως]] ὁ [[Ποσειδῶν]] παρορμᾷ τοὺς δύο Αἴαντας, σκηπανίῳ… ἀμφοτέρω κεκοπὼς πλῆσεν μένεος Ἰλ. Ν. 60. 6) κτυπῶ, σφυρηλατῶ, κόπτε δὲ δεσμοὺς Σ. 379, Ὀδ. Θ. 274 (ὡς τὸ [[ἐλαύνω]] ΙΙΙ. 1)· ― [[μετέπειτα]] [[ὡσαύτως]], ἐπὶ μετάλλου, [[κόπτω]] [[νόμισμα]], Λατ. percutere nummos, Ἡρόδ. 3. 56. ― Μέσ. βάλλω καὶ μοῦ κόπτουν νομίσματα, κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου [[νόμισμα]] ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 4. 166· παθ., ἐπὶ τῶν νομισμάτων, κόπτομαι, χαράττομαι, νομίσμασιν μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 723, πρβλ. 726· ― ([[ἐντεῦθεν]] [[κόμμα]]). 7) κτυπῶ, [[κρούω]], τὴν θύραν, Λατ. pulsare, Ἀριστοφ. Νεφ. 132, Πλ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 29, Λυσ. Ἀποσπ. 45, Ξεν., κτλ.· [[ἄνευ]] τοῦ θύραν, [[οὗτος]], τί κόπτεις; Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· πρβλ. [[ψοφέω]] ΙΙ, [[ἀράσσω]]. 8) [[κόπτω]] εἰς μικρὰ τεμάχια, [[κατακόπτω]], «λιανίζω», ἢ [[κοπανίζω]] ἐντὸς ἰγδίου, κυπέρου κεκομμένου Ἡρόδ. 4. 71· ἀσταφίδα κεκ. Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 4· πρβλ. [[κοπτός]]. 9) κτυπῶ ἐδῶ καὶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὸ [[ὕδωρ]] [[ὅταν]] κοπῇ Πλάτ. Τίμ. 60Β· [[κόνις]]… κοπτομένη… ὑφ’ ἅρμασι Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· [[θάλασσα]] κοπτομέμη πνοιαῖς Θεόκρ. 22. 16. 10) ἐπὶ πτηνῶν, κτυπῶ διὰ τοῦ ῥάμφους, διατρυπῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 19· ὁ [[ἁλιάετος]]… τὰ λιμναῖα κ., εὑρίσκει λείαν ἐν ταῖς λιμνοθαλάσσαις, ὁ αὐτ. 8, 3· ἐπὶ ἰχθύος, «[[τρώγω]]», [[κόπτω]] διὰ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. 9. 37, 2· ― ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ σίτου, κατατρώγομαι ὑπὸ σκωλήκων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 2. 11) [[σείω]] μεθ’ ὁρμῆς, βιαίως, ὁ [[ἵππος]] κ. τὸν ἀναβάτην, διὰ τῶν βημάτων του διασείει τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1, 4, πρβλ. 8, 7, Ἱππ. 292. 53. 12) μεταφ., καταπονῶ, κουράζω, Λατ. obtundo, μήθ’ ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ’ ἐμαυτὸν κ. Δημ. 1439. 17· λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν…, ἢ μὴ κόπτε με Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδ.» 1. 3· πρβλ. Σώσιπ. ἐν «Καταψ.» 1. 20· κ. τὴν ἀκρόασιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 19· κ. ἐρωτήμασι, ὡς τὸ Λατ. obtundere, Πλουτ. Φωκ. 7, πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 74· ― Παθ., φθείρομαι, κατατρύχομαι, κοπτόμενοι ἀεὶ ταῖς στρατείαις Δημ. 22. 22· ― ([[ὅθεν]] ὁ [[κόπος]]). ΙΙ. Μέσ., κόπτομαι, κτυπῶ ἢ πλήττω ἐμαυτόν, [[τύπτω]] τὸ [[στῆθος]] ἢ τὴν κεφαλήν μου [[ἕνεκα]] θλίψεως, ὡς τὸ Λατ. plangere, κεφαλὴν δ’ ὅγε κόψατο χερσὶν Ἰλ. Χ. 33, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 121, 4· κόπτεσθαι μέτωπα ὁ αὐτ. 6. 58, πρβλ. 2. 61 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] προστίθεται μαχαίρῃσι), Πλάτ. Φαίδων 60Α, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόλις]] κέκοπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 683· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) κόπτεσθαί τινα, θρηνῶ διά τινα, Λατ. plangere aliquem, Εὐρ. Τρῳ. 623, Ἀριστοφ. Λυσ. 396, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 619C, κτλ.· ἴδε [[τύπτω]] ΙΙ· καὶ περὶ τοῦ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὅρα ἐν λέξ. [[κομμός]].
|lstext='''κόπτω''': μέλλ. κόψω: ἀόρ. ἔκοψα: πρκμ. κέκοφα (ἐν τοῖς συνθέτοις ἐκ-, περι-, συγ-), Ἐπικ. μετοχ. κεκοπὼς Ἰλ. Ν. 60, Ὀδ. Σ. 334. ― Μέσ. μέλλ. κόψομαι Ἑβδ., (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. σημασίας Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 651, 731): ἀόρ. ἐκοψάμην Ἡρόδ.· ― Παθ. μέλλ. κεκόψομαι (ἐν συνθέτοις ἀπο-, ἐκ, κατα-), κοπήσομαι (συγ-): ἀόρ. ἐκόπην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Ἀριστοφ., Θουκ.: πρκμ. κέκομμαι Αἰσχύλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΠ, πρβλ. πρκμ. κεκοπώς: ἀόρ. κοπῆναι, κοπίς, κοπή, κόπανον, [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] κωφός· ἀλλὰ ἡ [[λέξις]] σκέπαρνον, παραβαλλομένη πρὸς τοὺς Σλαυικοὺς τύπους skop-iti (castrare), κτλ., φαίνεται δεικνύουσα ὅτι ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦν ΣΚΕΠ ἢ ΣΚΟΠ). Κόπτω, πλήττω, κτυπῶ, Λατ. caedo, ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ [[ἐφεξῆς]] κατὰ διαφόρους σχέσεις, 1) πλήττω, κτυπῶ, ἀμφὶ [[κάρα]] κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Ὀδ. Σ. 334· μετὰ διπλῆς αἰτ., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον, τὸν ἔπληξε κατὰ τὴν παρειάν, Ἰλ. Ψ. 690. 2) πλήττω ἢ κτυπῶ δι’ ὅπλων, Λατ. ferire, κόπτοντες δούρεσσι [[μετάφρενον]] Ὀδ. Θ. 528, πρβλ. Ἰλ. Μ. 204· τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Ἡρόδ. 6. 113· μεταφορ., ῥήμασι κ. Ἀνθ. Π. 11. 335. 3) κτυπῶ [[ζῷον]] διὰ πελέκεως ἢ σφύρας [[ὅπως]] τὸ φονεύσω, κόψας [[ἐξόπισθεν]] κεράων βοὸς Ἰλ. Ρ. 521, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 425, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ἰδίως, [[ὁπόταν]] νοῆται ἡ ὑπὸ τοῦ κρεοπώλου [[σφαγή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Εὐμ. 635, Εὐρ. Ἠλ. 838. 4) [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκόπτω]], [[κατακόπτω]], κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ἰλ. Ν. 203· χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κόπτον Ὀδ. Χ. 477· κ. τὰ γέρρα ταῖς μαχαίραις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 26· κ. δένδρα, [[κατακόπτω]], κόπτων [[κρημνίζω]], Θουκ. 2. 75, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 39, 43· κ. τὴν χώραν, ὡς τὰ κείρειν, τέμνειν, [[κατακόπτω]] τὰ δένδρα αὐτῆς, δενδροτομῶ, ἐρημώνω, [[αὐτόθι]] 3. 2, 26., 4. 6, 5· ― ἐπὶ πλοίων, ἐν τῷ παθ. τύπῳ, συντρίβομαι, καθίσταμαι ἄχρηστον ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 4. 14., 8. 13· ― μεταφ., φρενῶν κεκομμένος, ὡς τὸ νόου βεβλαμμένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 479· ἁ φροντὶς κόπτοισα τὸν [[ὕπνον]] ἐμποδίζουσα, Θεόκρ. 21. 28· [[πνεῦμα]] κοπτόμενον, [[αἴφνης]] διακοπτόμενον, κρατηθέν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 16. 5) κτυπῶ ἵππον, [[ὅπως]] ἀναγκάσω αὐτὸν νὰ τρέχῃ ταχύτερα, κόπτε δ’ Ὀδυσσεὺς τόξῳ Ἰλ. Κ. 513· [[οὕτως]] ὁ [[Ποσειδῶν]] παρορμᾷ τοὺς δύο Αἴαντας, σκηπανίῳ… ἀμφοτέρω κεκοπὼς πλῆσεν μένεος Ἰλ. Ν. 60. 6) κτυπῶ, σφυρηλατῶ, κόπτε δὲ δεσμοὺς Σ. 379, Ὀδ. Θ. 274 (ὡς τὸ [[ἐλαύνω]] ΙΙΙ. 1)· ― [[μετέπειτα]] [[ὡσαύτως]], ἐπὶ μετάλλου, [[κόπτω]] [[νόμισμα]], Λατ. percutere nummos, Ἡρόδ. 3. 56. ― Μέσ. βάλλω καὶ μοῦ κόπτουν νομίσματα, κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου [[νόμισμα]] ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 4. 166· παθ., ἐπὶ τῶν νομισμάτων, κόπτομαι, χαράττομαι, νομίσμασιν μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 723, πρβλ. 726· ― ([[ἐντεῦθεν]] [[κόμμα]]). 7) κτυπῶ, [[κρούω]], τὴν θύραν, Λατ. pulsare, Ἀριστοφ. Νεφ. 132, Πλ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 29, Λυσ. Ἀποσπ. 45, Ξεν., κτλ.· [[ἄνευ]] τοῦ θύραν, [[οὗτος]], τί κόπτεις; Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· πρβλ. [[ψοφέω]] ΙΙ, [[ἀράσσω]]. 8) [[κόπτω]] εἰς μικρὰ τεμάχια, [[κατακόπτω]], «λιανίζω», ἢ [[κοπανίζω]] ἐντὸς ἰγδίου, κυπέρου κεκομμένου Ἡρόδ. 4. 71· ἀσταφίδα κεκ. Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 4· πρβλ. [[κοπτός]]. 9) κτυπῶ ἐδῶ καὶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὸ [[ὕδωρ]] [[ὅταν]] κοπῇ Πλάτ. Τίμ. 60Β· [[κόνις]]… κοπτομένη… ὑφ’ ἅρμασι Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· [[θάλασσα]] κοπτομέμη πνοιαῖς Θεόκρ. 22. 16. 10) ἐπὶ πτηνῶν, κτυπῶ διὰ τοῦ ῥάμφους, διατρυπῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 19· ὁ [[ἁλιάετος]]… τὰ λιμναῖα κ., εὑρίσκει λείαν ἐν ταῖς λιμνοθαλάσσαις, ὁ αὐτ. 8, 3· ἐπὶ ἰχθύος, «[[τρώγω]]», [[κόπτω]] διὰ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. 9. 37, 2· ― ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ σίτου, κατατρώγομαι ὑπὸ σκωλήκων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 2. 11) [[σείω]] μεθ’ ὁρμῆς, βιαίως, ὁ [[ἵππος]] κ. τὸν ἀναβάτην, διὰ τῶν βημάτων του διασείει τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1, 4, πρβλ. 8, 7, Ἱππ. 292. 53. 12) μεταφ., καταπονῶ, κουράζω, Λατ. obtundo, μήθ’ ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ’ ἐμαυτὸν κ. Δημ. 1439. 17· λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν…, ἢ μὴ κόπτε με Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδ.» 1. 3· πρβλ. Σώσιπ. ἐν «Καταψ.» 1. 20· κ. τὴν ἀκρόασιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 19· κ. ἐρωτήμασι, ὡς τὸ Λατ. obtundere, Πλουτ. Φωκ. 7, πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 74· ― Παθ., φθείρομαι, κατατρύχομαι, κοπτόμενοι ἀεὶ ταῖς στρατείαις Δημ. 22. 22· ― ([[ὅθεν]] ὁ [[κόπος]]). ΙΙ. Μέσ., κόπτομαι, κτυπῶ ἢ πλήττω ἐμαυτόν, [[τύπτω]] τὸ [[στῆθος]] ἢ τὴν κεφαλήν μου [[ἕνεκα]] θλίψεως, ὡς τὸ Λατ. plangere, κεφαλὴν δ’ ὅγε κόψατο χερσὶν Ἰλ. Χ. 33, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 121, 4· κόπτεσθαι μέτωπα ὁ αὐτ. 6. 58, πρβλ. 2. 61 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] προστίθεται μαχαίρῃσι), Πλάτ. Φαίδων 60Α, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόλις]] κέκοπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 683· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) κόπτεσθαί τινα, θρηνῶ διά τινα, Λατ. plangere aliquem, Εὐρ. Τρῳ. 623, Ἀριστοφ. Λυσ. 396, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 619C, κτλ.· ἴδε [[τύπτω]] ΙΙ· καὶ περὶ τοῦ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὅρα ἐν λέξ. [[κομμός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly