μεστός: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεστός''': ή, ον, [[πλήρης]], πεπληρωμένος, ἔμπλεως, «γεμᾶτος», [[ἄγγεα]] Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 15. 5· ποιεῖν μεστὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· ἔγχεον μεστήν, γέμισε ἕως [[ἐπάνω]] τὸ [[ποτήριον]], Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Δορκίδι» 3· ἐπὶ προσώπων, οὐ κεκραμένον (δηλ., [[οἶνον]]) σὺ πίνεις μεστὸς ὤν κοὐκ’ ἐξεμεῖς; ὁ αὐτ. ἐν «Ὀπώρᾳ» 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., [[πλήρης]] τινός, πεπληρωμένος, γεμᾶτος μέ τι, ἀργυρίου... [[ἀρτάβη]] μεστὴ Ἡρόδ. 1. 192· τὸ [[στόμα]]... μεστὸν βδελλέων ὁ αὐτ. ἐν 2. 68· μ. ὕδατος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 806 κἑξ.· [[ὄνος]]... οἴνου μ., πεφορτωμένος μέ..., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 617, κτλ. 2) μεταφ., φόβων καὶ ἐρώτων μ. Πλάτ. Πολ. 579Β· ἀπάτης, ἐρίδων, τρυφῆς, ἀπορίας μ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83Α, κτλ.· ἐλευθερίας, εὐδαιμονίας, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 563D, κτλ.· μ. θεάτρου, [[πλήρης]] θεατρικῆς ὑπερηφανίας, δηλ. κολακευόμενος [[ἕνεκα]] τῶν ἐπαίνων τῶν θεατῶν, Συμπ. 194Β - ὡς τὸ [[πλήρης]], μεμιασμένος, μεμολυσμένος, ἴδε ἐν λ. κηλίς. β) μεταφ., [[ὡσαύτως]], κεκορεσμένος μέ τι [[πρᾶγμα]], κεχορτασμένος, [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 804· Μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 554· - οὕτω [[μετὰ]] μετοχ., ἀλλ’ ἡνίκ’ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος, ἀλλ’ ὅτε πλέον ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] μου, Σοφ. Ο. Κ. 768· [[ἐπειδὴ]] δὲ μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, ἐχόρτασεν ἐκ τῆς ἀγανακτήσεως, δὲν εἶχε πλέον ἀγανάκτησιν, Δημ. 1175. 5· μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν 328. 6· - [[ὡσαύτως]], μ. τὸν θυμὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
|lstext='''μεστός''': ή, ον, [[πλήρης]], πεπληρωμένος, ἔμπλεως, «γεμᾶτος», [[ἄγγεα]] Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 15. 5· ποιεῖν μεστὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· ἔγχεον μεστήν, γέμισε ἕως [[ἐπάνω]] τὸ [[ποτήριον]], Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Δορκίδι» 3· ἐπὶ προσώπων, οὐ κεκραμένον (δηλ., [[οἶνον]]) σὺ πίνεις μεστὸς ὤν κοὐκ’ ἐξεμεῖς; ὁ αὐτ. ἐν «Ὀπώρᾳ» 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. ΙΙ. μετὰ γεν., [[πλήρης]] τινός, πεπληρωμένος, γεμᾶτος μέ τι, ἀργυρίου... [[ἀρτάβη]] μεστὴ Ἡρόδ. 1. 192· τὸ [[στόμα]]... μεστὸν βδελλέων ὁ αὐτ. ἐν 2. 68· μ. ὕδατος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 806 κἑξ.· [[ὄνος]]... οἴνου μ., πεφορτωμένος μέ..., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 617, κτλ. 2) μεταφ., φόβων καὶ ἐρώτων μ. Πλάτ. Πολ. 579Β· ἀπάτης, ἐρίδων, τρυφῆς, ἀπορίας μ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83Α, κτλ.· ἐλευθερίας, εὐδαιμονίας, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 563D, κτλ.· μ. θεάτρου, [[πλήρης]] θεατρικῆς ὑπερηφανίας, δηλ. κολακευόμενος [[ἕνεκα]] τῶν ἐπαίνων τῶν θεατῶν, Συμπ. 194Β - ὡς τὸ [[πλήρης]], μεμιασμένος, μεμολυσμένος, ἴδε ἐν λ. κηλίς. β) μεταφ., [[ὡσαύτως]], κεκορεσμένος μέ τι [[πρᾶγμα]], κεχορτασμένος, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 804· Μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 554· - οὕτω μετὰ μετοχ., ἀλλ’ ἡνίκ’ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος, ἀλλ’ ὅτε πλέον ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] μου, Σοφ. Ο. Κ. 768· [[ἐπειδὴ]] δὲ μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, ἐχόρτασεν ἐκ τῆς ἀγανακτήσεως, δὲν εἶχε πλέον ἀγανάκτησιν, Δημ. 1175. 5· μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν 328. 6· - [[ὡσαύτως]], μ. τὸν θυμὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
}}
}}
{{bailly
{{bailly