3,274,919
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξουθός''': -ή, -όν, ἐπὶ χρώματος, ὡς φαίνεται, μεταξὺ τοῦ ξανθοῦ καὶ τοῦ πυρροῦ (καθ’ Ἡσύχ.: «ξουθά· οὐ μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυρρά»), κιτρινωπός, ξανθόμαυρος, ἐπίθετ. τῆς μελίσσης (πρβλ. [[ξουθόπτερος]]), ξουθῆς μελίσσης ξηρόπλαστον [[ὄργανον]] Σοφ. Ἀποσπ. 464, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 165, 633· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, Ἀριστοφ. Ὄρν. 676, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 11· ἀλλαχοῦ ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ τῆς ἀηδόνος, διὰ ξουθῶν γενύων ἐλελιζομένα Εὐρ. Ἑλ. 1111· ἐλελιζομένη μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ἀριστοφ. Ὄρν. 224· δι’ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων... νόμους ἱεροὺς [[ἀναφαίνω]] [[αὐτόθι]] 744. ΙΙ. τὰ τελευταῖα [[ταῦτα]] χωρία φαίνεται ὅτι ἐννοοῦντο ὡς ἀναφερόμενα εἰς τὸν ἦχον οὐχὶ εἰς τὸ [[χρῶμα]], [[ὅθεν]] αἱ φράσεις: ξουθὴ [[χελιδών]], Βαβρ. 118. 10· ξ. [[μέλος]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 123· [[τέττιξ]] ξουθὰ λαλῶν, Ἀνθ. Π. 9. 373· ξ. πτέρυγες, ἐπὶ τῆς ἀκρίδος, [[αὐτόθι]] 7. 192· ξουθοὶ ἄνεμοι Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608D. Ὁ Ἡσύχ. Καὶ οἱ γραμματ. (μεταξὺ πολλῶν ἄλλων σημασιῶν) ἀποδίδουσιν εἰς τὴν λέξιν καὶ τὴν σημασίαν: [[λεπτός]], [[ἁπαλός]], [[ὑγρός]], [[ὀξύς]] (πιθαν. διὰ τὴν ὑποτιθεμένην τῆς λέξεως παραγωγὴν ἐκ τοῦ ξύω, ξέω), ἴδε Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111. - Ἡ [[λέξις]] δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ | |lstext='''ξουθός''': -ή, -όν, ἐπὶ χρώματος, ὡς φαίνεται, μεταξὺ τοῦ ξανθοῦ καὶ τοῦ πυρροῦ (καθ’ Ἡσύχ.: «ξουθά· οὐ μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυρρά»), κιτρινωπός, ξανθόμαυρος, ἐπίθετ. τῆς μελίσσης (πρβλ. [[ξουθόπτερος]]), ξουθῆς μελίσσης ξηρόπλαστον [[ὄργανον]] Σοφ. Ἀποσπ. 464, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 165, 633· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, Ἀριστοφ. Ὄρν. 676, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 11· ἀλλαχοῦ ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ τῆς ἀηδόνος, διὰ ξουθῶν γενύων ἐλελιζομένα Εὐρ. Ἑλ. 1111· ἐλελιζομένη μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ἀριστοφ. Ὄρν. 224· δι’ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων... νόμους ἱεροὺς [[ἀναφαίνω]] [[αὐτόθι]] 744. ΙΙ. τὰ τελευταῖα [[ταῦτα]] χωρία φαίνεται ὅτι ἐννοοῦντο ὡς ἀναφερόμενα εἰς τὸν ἦχον οὐχὶ εἰς τὸ [[χρῶμα]], [[ὅθεν]] αἱ φράσεις: ξουθὴ [[χελιδών]], Βαβρ. 118. 10· ξ. [[μέλος]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 123· [[τέττιξ]] ξουθὰ λαλῶν, Ἀνθ. Π. 9. 373· ξ. πτέρυγες, ἐπὶ τῆς ἀκρίδος, [[αὐτόθι]] 7. 192· ξουθοὶ ἄνεμοι Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608D. Ὁ Ἡσύχ. Καὶ οἱ γραμματ. (μεταξὺ πολλῶν ἄλλων σημασιῶν) ἀποδίδουσιν εἰς τὴν λέξιν καὶ τὴν σημασίαν: [[λεπτός]], [[ἁπαλός]], [[ὑγρός]], [[ὀξύς]] (πιθαν. διὰ τὴν ὑποτιθεμένην τῆς λέξεως παραγωγὴν ἐκ τοῦ ξύω, ξέω), ἴδε Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111. - Ἡ [[λέξις]] δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ μετὰ τὸν Πίνδ., καὶ [[τότε]] δὲ πιθανῶς μόνον παρὰ ποιηταῖς· - [[ἀλλά]], ΙΙΙ. Ξοῦθος ὡς κύριον [[ὄνομα]] εὕρηται ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 28. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |