πίνω: Difference between revisions

8 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πίνω''': [ῑ], Ἐπικ. ἀπαρ. πινέμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Δ. 346, Ὀδ. Η. 220· Ἰων. παρατ. πίνεσκον Ἰλ. Π. 226· ― μέλλ. [[πίομαι]] Ἰλ. Ν. 493, Σοφ. Ο. Κ. 622, Ἀριστ. Ἱππ. 1289. 1401, Ἀποσπ. 294· καὶ παρὰ μεταγεν. πιοῦμαι, τὸ ὁποῖον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον εἰς τοὺς δοκίμους ([[οἷον]] πιεῖσθαι Ἱππ. 538. 16, πιεῖσθε Ξεν. Συμπ. 4. 7), ἀλλ’ ἀποδοκιμάζουσιν αὐτὸ ὁ Ἀθήν. 446D, ὁ Φρύνιχ. 31· Ἑλληνιστικὸν β΄ πρόσ. πίεσαι, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ― ἀόρ. ἔπιον, Ἐπικ. πίον, Ὅμ., κτλ.· β΄ ἑνικ. ὑποτ. πίῃσθα Ἰλ. Ζ. 260· προστ. πίε Ὀδ. Ι. 347, Μένανδρ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 3, (ἐκ-) Εὐρ. Κύκλ. 563· ἐν τῇ οἰκείᾳ γλώσσῃ [[πῖθι]] Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1489, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. κτλ., (ἔκ-) Εὐρ. Κύκλ. 578· ἀπαρ. πιεῖν, Ἐπικ. πιέμεν Ὅμ., καὶ πιέειν Ἰλ. Δ. 263· [[ὡσαύτως]] πιέναι Ἱππ. 1147Β· πῖν (τὰ Ἀντίγραφα πεῖν) Ἀνθ. Π. 11. 140· μετοχ. πιών, πιοῦσα Ἰλ. Ω. 102, κτλ., πιέουσα Ἱππ. 1213D. ― Μέσ., ὑποτ. πινώμεθα Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 1· προστ. πίνεο Νικ. Θηρ. 912· διαπίνομαι Ἡδύλ. παρ. Ἀθην. 486Α· [[πίομαι]] ὡς μέσ. ἐνεστ., Θέογν. 962, Ἴβυκ. 15, Πινδ. Ο. 6. 147· (παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 44). ― Παθ., Ὀδ. Υ. 312· Ἐπικ. παρατ. πίνετο, Ι. 45· μετοχ. πινεύμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. πινέω) Ἱππ. 286. 18. ― Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἔκ τινος ῥίζης ΠΟ, πρβλ. πέπωκα Αἰσχύλ. Θήβ. 821, κτλ. ― Παθ., μέλλ. ποθήσομαι (κατα-) Ἀριστοφ. Σφ. 1502, (ἐκ-) Πλούτ. 2. 240D· ἀόρ. ἐπόθην (ἐξ-) Αἰσχύλ. Χο. 66, (κατ-) Πλάτ. Κριτί. 111D· ― τούτοις [[προσθετέον]] πρκμ. ἀπαρ. [[πεπόσθαι]] Θέογν. 477· Αἰολ. ἐνεστ. πώνω, ἀόρ. προστ. πῶθι, πῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 698. 51, Ahrens D. Aeol. σ. 140, D. Dor. 511. 523. ― Ρημ. ἐπίθ. [[πιστός]], [[ποτός]], ποτέον, ἃ ἴδε. (Ἐκ τῶν √ΠΙ, ΠΟ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ποτός, ποτόν, πόμα, πῶμα, πόσις, ποτήρ, πότης, κτλ.· πιπίσκω, πίστρα, πῑσος· Σανσκρ. pâ, pî, pi-bâmi (bibo)· pâ-nam (potus)· pâ-tra (poculum)· Λατ. po-tus, po-to, po-culum, κτλ., πρβλ. bi-bo· Σλαυ. pi-ti (bibere)· Λιθ. po-ta (ebriositas), κτλ.) [Προσῳδία: ― ἀείποτε ῑ ἐν τοῖς [[πίνω]], πίνομαι· ἀείποτε ῐ ἐν τῷ ἀορ. ἔπιον, ― διὸ παρὰ Στράτ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 19, [[ἀναγνωστέον]] πίε ἀντὶ πῖνε, καὶ ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 5. 5 ἔπῑνον ἀντὶ ἔπῐον· ὁ Ὅμ. [[ὅμως]] ἔχει ἐθέλουσι δὲ πῐέμεν [[ἄμφω]] (ἐν ἄρσει) Ἰλ. Π. 825, πρβλ. Ὀδ. Σ. 3· [[ἀλλά]], καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε (ἐν θέσει) Ο. 378· ἐν τῇ προστ. [[πῖθι]], ῑ ἀείποτε. ― Ἐν τῷ μέλλ. [[πίομαι]] ἡ [[ποσότης]] ποικίλλει· ὁ Ὅμ. καὶ οἱ Τραγ. ἔχουσι ῑ, Ἰλ. Ν. 493, Αἰσχύλ. Χο. 578. Σοφ. Ο. Κ. 622· οὕτω Θέογν. 962, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289, 1401, Ἀποσπ. 294· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεόγν. 1129, Ἴωνι Χίῳ 2. 10 Bgk., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 1, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1· ῐ ἐν τῷ πιοῦμαι, Ἀθήν. 446Ε.] Ὡς καὶ νῦν, [[πίνω]], συχνότατον ἀπὸ τοῦ Ὁμ. [[μέχρι]] τῆς [[σήμερον]]· μετ’ αἰτ., π. [[οἶνον]], [[ὕδωρ]], [[αἷμα]], κτλ., Ὅμ., κλ.· π. [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] τὸ [[ὕδωρ]] τοῦ Αἰσ., δηλ. κατοικῶ παρὰ τὰς ὄχθας [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Β. 825· ― ἢ [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., [[πίνω]] ἔκ τινος πράγμ., π. οἴνοιο (ὡς τὸ Γαλλ. du vin), Ὀδ. Χ. 11· οὕτω, εἰς [[οἶνον]]..., [[ἔνθεν]] ἔπινον, ἐξ οὗ..., Δ. 220· αἵματος [[ὄφρα]] πίω Λ. 96, πρβλ. Ο. 373· ― [[ὡσαύτως]], πίνει κρητῆρας οἴνοιο, ὁλοκλήρους κρατῆρας, Ἰλ. Θ. 232· κύπελλα οἴνου Δ. 346· καί, π. ἀπὸ κρήνης, ἐκ πηγῆς, Θέογν. 959, (ἀλλὰ μόνον κρήνης, ὁ αὐτ. 962)· [[ἀλλά]], π. ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἴθοπα [[οἶνον]] (ἐξυπ. δέπαος), ἐκ τοῦ ποτηρίου, Ἰλ. Π. 226· δέπα, [[ἔνθεν]] ἔπινον Ὀδ. Τ. 62· οὕτω π. ἐκ κεραμῶν Ἰλ. Ι. 469· ἐκ τῆς χειρὸς Ἡρόδ. 4. 172· ἐκ ταὐτοῦ... ποτηρίου Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Πλάτ. Πολ. 417Α· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ― [[ὡσαύτως]], σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, δι’ οὗ..., Ὀδ. Ξ. 112· ἐν κερατίνοις ποτηρίοις Ξεν. Ἀνάβ. 5. 9, 4· φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ, διορισθέντα ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Πλάτ. Γοργ. 467C. 2) ἀπολ., [[πίνω]], ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Ὀδ. Β. 305· αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε Ε. 94, Ζ. 249, πρβλ. Ἰλ. Ω. 476, κτλ.· μῆλα... πιόμεν’ ἐκ βοτάνης, πρόβατα... ἵνα πίωσι [[μετὰ]] τὴν νομήν, Ἰλ. Ν. 493· πρὸς βίαν πίνην Ἀλκαῖ. 20· πῖνε, πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· π. πρὸς ἡδονὴν Πλάτ. Συμπ. 176Ε· εἰς μέθην ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 775Β· διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172· διδόναι πιεῖν Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 7· πιεῖν αἰτεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· πιεῖν ἐγχέας [[αὐτόθι]] 1. 3, 9· πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Φιλήμων «Ἀνδροφόνῳ» 1· μέτρῳ πίνειν Παροιμιογρ.· ἢ [[πῖθι]] ἢ ἄπιθι, παροιμ., μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Ἑρ. Στεφ.· ― ἐν τῷ πρκμ. πέπωκα, εἶμαι μεθυσμένος, «πιωμένος», Εὐρ. Κύκλ. 536· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], πίνοντά τε καὶ πεπωκότα, πίνοντα καὶ τελειώσαντα τὸ πίνειν, Πλάτ. Φαίδων 117C. II. μεταφορ., [[πίνω]], ὡς ἡ γῆ τὸ [[ὕδωρ]] τῆς βροχῆς, τὸ [[ὕδωρ]], ὄμβρον Ἡρόδ. 3. 117., 4. 198· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 980, πρβλ. Θήβ. 736, 821, Σοφ. Ο. Τ. 1401· ἐπὶ φυτῶν, Ξεν. Συμπ. 2, 25· ἐπὶ λαμπτῆρος ἢ λύχνου, π. τοὔλαιον Λουκιαν. Κατάπλ. 27· [[λύχνος]]... πολλὰ πιὼν [[μέλη]] Ἀνθ. Π. 5. 197.
|lstext='''πίνω''': [ῑ], Ἐπικ. ἀπαρ. πινέμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Δ. 346, Ὀδ. Η. 220· Ἰων. παρατ. πίνεσκον Ἰλ. Π. 226· ― μέλλ. [[πίομαι]] Ἰλ. Ν. 493, Σοφ. Ο. Κ. 622, Ἀριστ. Ἱππ. 1289. 1401, Ἀποσπ. 294· καὶ παρὰ μεταγεν. πιοῦμαι, τὸ ὁποῖον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον εἰς τοὺς δοκίμους ([[οἷον]] πιεῖσθαι Ἱππ. 538. 16, πιεῖσθε Ξεν. Συμπ. 4. 7), ἀλλ’ ἀποδοκιμάζουσιν αὐτὸ ὁ Ἀθήν. 446D, ὁ Φρύνιχ. 31· Ἑλληνιστικὸν β΄ πρόσ. πίεσαι, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ― ἀόρ. ἔπιον, Ἐπικ. πίον, Ὅμ., κτλ.· β΄ ἑνικ. ὑποτ. πίῃσθα Ἰλ. Ζ. 260· προστ. πίε Ὀδ. Ι. 347, Μένανδρ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 3, (ἐκ-) Εὐρ. Κύκλ. 563· ἐν τῇ οἰκείᾳ γλώσσῃ [[πῖθι]] Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1489, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. κτλ., (ἔκ-) Εὐρ. Κύκλ. 578· ἀπαρ. πιεῖν, Ἐπικ. πιέμεν Ὅμ., καὶ πιέειν Ἰλ. Δ. 263· [[ὡσαύτως]] πιέναι Ἱππ. 1147Β· πῖν (τὰ Ἀντίγραφα πεῖν) Ἀνθ. Π. 11. 140· μετοχ. πιών, πιοῦσα Ἰλ. Ω. 102, κτλ., πιέουσα Ἱππ. 1213D. ― Μέσ., ὑποτ. πινώμεθα Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 1· προστ. πίνεο Νικ. Θηρ. 912· διαπίνομαι Ἡδύλ. παρ. Ἀθην. 486Α· [[πίομαι]] ὡς μέσ. ἐνεστ., Θέογν. 962, Ἴβυκ. 15, Πινδ. Ο. 6. 147· (παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 44). ― Παθ., Ὀδ. Υ. 312· Ἐπικ. παρατ. πίνετο, Ι. 45· μετοχ. πινεύμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. πινέω) Ἱππ. 286. 18. ― Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἔκ τινος ῥίζης ΠΟ, πρβλ. πέπωκα Αἰσχύλ. Θήβ. 821, κτλ. ― Παθ., μέλλ. ποθήσομαι (κατα-) Ἀριστοφ. Σφ. 1502, (ἐκ-) Πλούτ. 2. 240D· ἀόρ. ἐπόθην (ἐξ-) Αἰσχύλ. Χο. 66, (κατ-) Πλάτ. Κριτί. 111D· ― τούτοις [[προσθετέον]] πρκμ. ἀπαρ. [[πεπόσθαι]] Θέογν. 477· Αἰολ. ἐνεστ. πώνω, ἀόρ. προστ. πῶθι, πῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 698. 51, Ahrens D. Aeol. σ. 140, D. Dor. 511. 523. ― Ρημ. ἐπίθ. [[πιστός]], [[ποτός]], ποτέον, ἃ ἴδε. (Ἐκ τῶν √ΠΙ, ΠΟ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ποτός, ποτόν, πόμα, πῶμα, πόσις, ποτήρ, πότης, κτλ.· πιπίσκω, πίστρα, πῑσος· Σανσκρ. pâ, pî, pi-bâmi (bibo)· pâ-nam (potus)· pâ-tra (poculum)· Λατ. po-tus, po-to, po-culum, κτλ., πρβλ. bi-bo· Σλαυ. pi-ti (bibere)· Λιθ. po-ta (ebriositas), κτλ.) [Προσῳδία: ― ἀείποτε ῑ ἐν τοῖς [[πίνω]], πίνομαι· ἀείποτε ῐ ἐν τῷ ἀορ. ἔπιον, ― διὸ παρὰ Στράτ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 19, [[ἀναγνωστέον]] πίε ἀντὶ πῖνε, καὶ ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 5. 5 ἔπῑνον ἀντὶ ἔπῐον· ὁ Ὅμ. [[ὅμως]] ἔχει ἐθέλουσι δὲ πῐέμεν [[ἄμφω]] (ἐν ἄρσει) Ἰλ. Π. 825, πρβλ. Ὀδ. Σ. 3· [[ἀλλά]], καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε (ἐν θέσει) Ο. 378· ἐν τῇ προστ. [[πῖθι]], ῑ ἀείποτε. ― Ἐν τῷ μέλλ. [[πίομαι]] ἡ [[ποσότης]] ποικίλλει· ὁ Ὅμ. καὶ οἱ Τραγ. ἔχουσι ῑ, Ἰλ. Ν. 493, Αἰσχύλ. Χο. 578. Σοφ. Ο. Κ. 622· οὕτω Θέογν. 962, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289, 1401, Ἀποσπ. 294· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεόγν. 1129, Ἴωνι Χίῳ 2. 10 Bgk., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 1, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1· ῐ ἐν τῷ πιοῦμαι, Ἀθήν. 446Ε.] Ὡς καὶ νῦν, [[πίνω]], συχνότατον ἀπὸ τοῦ Ὁμ. [[μέχρι]] τῆς [[σήμερον]]· μετ’ αἰτ., π. [[οἶνον]], [[ὕδωρ]], [[αἷμα]], κτλ., Ὅμ., κλ.· π. [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] τὸ [[ὕδωρ]] τοῦ Αἰσ., δηλ. κατοικῶ παρὰ τὰς ὄχθας [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Β. 825· ― ἢ μετὰ γεν. διαιρετ., [[πίνω]] ἔκ τινος πράγμ., π. οἴνοιο (ὡς τὸ Γαλλ. du vin), Ὀδ. Χ. 11· οὕτω, εἰς [[οἶνον]]..., [[ἔνθεν]] ἔπινον, ἐξ οὗ..., Δ. 220· αἵματος [[ὄφρα]] πίω Λ. 96, πρβλ. Ο. 373· ― [[ὡσαύτως]], πίνει κρητῆρας οἴνοιο, ὁλοκλήρους κρατῆρας, Ἰλ. Θ. 232· κύπελλα οἴνου Δ. 346· καί, π. ἀπὸ κρήνης, ἐκ πηγῆς, Θέογν. 959, (ἀλλὰ μόνον κρήνης, ὁ αὐτ. 962)· [[ἀλλά]], π. ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἴθοπα [[οἶνον]] (ἐξυπ. δέπαος), ἐκ τοῦ ποτηρίου, Ἰλ. Π. 226· δέπα, [[ἔνθεν]] ἔπινον Ὀδ. Τ. 62· οὕτω π. ἐκ κεραμῶν Ἰλ. Ι. 469· ἐκ τῆς χειρὸς Ἡρόδ. 4. 172· ἐκ ταὐτοῦ... ποτηρίου Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Πλάτ. Πολ. 417Α· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ― [[ὡσαύτως]], σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, δι’ οὗ..., Ὀδ. Ξ. 112· ἐν κερατίνοις ποτηρίοις Ξεν. Ἀνάβ. 5. 9, 4· φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ, διορισθέντα ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Πλάτ. Γοργ. 467C. 2) ἀπολ., [[πίνω]], ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Ὀδ. Β. 305· αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε Ε. 94, Ζ. 249, πρβλ. Ἰλ. Ω. 476, κτλ.· μῆλα... πιόμεν’ ἐκ βοτάνης, πρόβατα... ἵνα πίωσι μετὰ τὴν νομήν, Ἰλ. Ν. 493· πρὸς βίαν πίνην Ἀλκαῖ. 20· πῖνε, πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· π. πρὸς ἡδονὴν Πλάτ. Συμπ. 176Ε· εἰς μέθην ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 775Β· διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172· διδόναι πιεῖν Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 7· πιεῖν αἰτεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· πιεῖν ἐγχέας [[αὐτόθι]] 1. 3, 9· πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Φιλήμων «Ἀνδροφόνῳ» 1· μέτρῳ πίνειν Παροιμιογρ.· ἢ [[πῖθι]] ἢ ἄπιθι, παροιμ., μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Ἑρ. Στεφ.· ― ἐν τῷ πρκμ. πέπωκα, εἶμαι μεθυσμένος, «πιωμένος», Εὐρ. Κύκλ. 536· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], πίνοντά τε καὶ πεπωκότα, πίνοντα καὶ τελειώσαντα τὸ πίνειν, Πλάτ. Φαίδων 117C. II. μεταφορ., [[πίνω]], ὡς ἡ γῆ τὸ [[ὕδωρ]] τῆς βροχῆς, τὸ [[ὕδωρ]], ὄμβρον Ἡρόδ. 3. 117., 4. 198· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 980, πρβλ. Θήβ. 736, 821, Σοφ. Ο. Τ. 1401· ἐπὶ φυτῶν, Ξεν. Συμπ. 2, 25· ἐπὶ λαμπτῆρος ἢ λύχνου, π. τοὔλαιον Λουκιαν. Κατάπλ. 27· [[λύχνος]]... πολλὰ πιὼν [[μέλη]] Ἀνθ. Π. 5. 197.
}}
}}
{{bailly
{{bailly