παρασκευάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασκευάζω''': μέλλ. -άσω· Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσ. παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κλ. Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], [[δεῖπνον]] Ἡρόδ. 9. 82, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 91· στρατείαν Θουκ. 4. 74· ὀθόνια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1176· πλοῖα Λυσίας 132. 13· ἱππέας, ὅπλα, [[ναῦς]] Ξεν. Ἀγησ. 1. 24, κλ.· κρατῶ τι ἔτοιμον, τὴν θύραν Λυσ. 94. 7: - [[κατασκευάζω]] [[κυρίως]] σημαίνει διευθετῶ καὶ [[ἑτοιμάζω]] ὅ,τι ἔχω, τὸ δὲ [[παρασκευάζω]] πορίζομαι καὶ [[ἑτοιμάζω]] ὅ,τι δὲν ἔχω, πρβλ. παρασκευὴ ΙΙ. 3. 2) προμηθεύω, μηχανῶμαι, τῇ νηὶ [[οἶνον]] καὶ ἄλφιτα Θουκ. 3. 49, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 188D, κλ.· π. ὀργάς τινι κατὰ τινος Λυσ. 94, 23· ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, [[ἑτοιμάζω]], θάνατόν τινι Ἀντιφῶν 114. 26· ἀντίδοσιν ἐπί τινα Δημ. 840. 27· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 3) καθίστημί τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, [[μετὰ]] μετοχῆς ἢ ἐπιθ., π. τινὰ εὖ ἔχοντα, π. τινὰ ὅτι βέλτιστον Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18., 5. 2, 19 π. τοὺς θεοὺς ἵλεως Πλάτ. Νόμ. 803Ε· τοὺς κριτὰς π. τοιούτους Ἀριστ. Ρητ. 2, 9, 16, πρβλ. 2. 3, 17· μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ μὴ ποιῇ τι, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 5, 19, Ἱππ. 2. 3· π. τὸν βίον αὐτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Πλάτ. Πολ. 405C· - οὕτω, π. [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 503Α, πρβλ. 510F, Ἀπολ. 39D· π. τινὸς γνώμην, ὡς [[ἰτέον]] εἴη Ξεν. Κύρ. 2. 1, 21. 4) ἐπινοῶ διά τινα σκοπόν, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 22· ἴδε Β. ΙΙ. 5) ἀπολ., καθιστῶ τινα φίλον μου, Δημ. 501. 21· ἴδε Β. Ι. 2. Β. Μέσ. καὶ παθ.: Ι. ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ τοῦ μέσ., [[ἑτοιμάζω]] ἢ [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Ἡρόδ. 7. 25. π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατιὰν Θουκ. 1. 18., 2. 80., 4. 70· ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. ὁ αὐτ. 2. 56· τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν, εἰς ἑτοιμασίαν, Δημ. 50. 25· προστιθεμένου ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 920. 2) παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, [[ἑτοιμάζω]] ἀνθρώπους ὡς μάρτυρας, ὀπαδούς, κτλ., [[ὥστε]] νὰ τύχω ἀποφάσεως εὐνοϊκῆς δι’ ἀπάτης ἢ διὰ τῆς βίας (πρβλ. παρασκευὴ Ι. 3)· π. συκοφάντας Ἀνδοκ. 14. 17· ῥήτορας παρασκευασάμενοι Ἰσαῖ. 36. 2· ψευδεῖς λόγους ὁ αὐτ. 37. 5· μάρτυρας ψευδεῖς παρασκευασάμενοι Δημ. 852 ἐν τέλ.· π. τινας, προσελκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, ὁ αὐτ. 1092. 13· ― ἀπολ., [[σχηματίζω]] φατρίαν, [[πλέκω]] δόλον, Ἰσαῖ. 79. 7, Δημ. 231. 14, 813. 20· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11. Ἰσαῖ. 69. 1· [[παρασκευάζω]] τινὶ [[δικαστήριον]], [[προετοιμάζω]] [[δικαστήριον]] ἐξ ἐνόρκων φίλων, [[ὅπως]] δικάσωσί τινα, Λυσ. 130. 41· πρβλ. [[παρακελευστός]]. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἑτοιμάζομαι, [[κάμνω]] ἑτοιμασίας, παρασκευασαμένῳ Θουκ. 2. 80· παρασκευασάμενος [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 9. 15· παρασκευάσασθαι [[ὥστε]] ἀμύνασθαι Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 35· ― κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. δύναται νὰ θεωρηθῇ [[εἴτε]] ὡς παθ. [[εἴτε]] ὡς μέσ., π. ἔς τι Ἡρόδ. 9. 96, 99· π. [[πρός]] τι Θουκ. 3. 69, Ξεν., κλ.· π. στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 353, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 227. 2) [[συχνάκις]] ἑπομένου τοῦ ὡς [[μετὰ]] μετοχ. μέλλ., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Ἡρόδ. 5. 34· π. ὡς ἐλῶν ὁ αὐτ. 2. 162, πρβλ. 9. 122· π. ὡς ναυμαχήσοντες ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἐκφέρεται διὰ τοῦ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Θουκ. 4, 13· ὡς προσβαλοῦντες ὁ αὐτ. 4. 8· ὡς ἐπιθησόμενοι ὁ αὐτ. 5. 8, πρβλ. 6. 54· οὕτω, π. ὡς μάχης ἐσομένης Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 2, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 2, 8· [[ὡσαύτως]], π. [[ὅπως]] ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Θουκ. 2. 99, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 183D, Ἀπολ. 39Β. 3) ἐν τῷ πρκμ., παρεσκεύασμαι, εἶμαι ἕτοιμος, εἶμαι παρεσκευασμένος, [[κάρτα]] εὖ παρεσκευασμένος Ἡρόδ. 3. 150· τράπεζαι ... παρεσκ. Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 839· λῃστρικώτερον παρεσκ. Θουκ. 6. 104· παρεσκ. [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 91Β· εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Ξεν. Οἰκ. 5. 13· ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κτλ.· παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεύμενοι ὁ αὐτ. 7. 218· ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένους ὡς χεῖρας ξυμμίξοντας Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 11· ἑπομένου τοῦ [[ὥστε]] μετ’ ἀπαρ., παρεσκευάσμεθ’ [[ὥστε]] κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1241· παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ [[εἶναι]] Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 13· [[μετὰ]] μόνης ἀπαρεμ., δρᾶν παρεσκευασμένος Αἰσχύλ. Θήβ. 440, πρβλ. Ἀγ. 1422, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 691, Ἀριστοφάν. Νεφ. 607, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ., [[ὥστε]] ἂν ... παρασκευασθῶσιν [[οὕτως]] ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 11. ΙΙΙ. παρασκευάζομαί τι, [[παρασκευάζω]] τι δι’ ἐμαυτόν, Πλάτ. Πολ. 365Β· παρεσκ. λαμπρὸν [[ἱμάτιον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 21. IV. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ὡς παρεσκεύαστο, ὅτε ἔγιναν αἱ ἑτοιμασίαι, Θουκ. 4. 67· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 100, [[ἀντί]], παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, ὁ Βεκκῆρ. προτείνει: παρεσκεύαστο.
|lstext='''παρασκευάζω''': μέλλ. -άσω· Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσ. παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κλ. Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], [[δεῖπνον]] Ἡρόδ. 9. 82, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 91· στρατείαν Θουκ. 4. 74· ὀθόνια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1176· πλοῖα Λυσίας 132. 13· ἱππέας, ὅπλα, [[ναῦς]] Ξεν. Ἀγησ. 1. 24, κλ.· κρατῶ τι ἔτοιμον, τὴν θύραν Λυσ. 94. 7: - [[κατασκευάζω]] [[κυρίως]] σημαίνει διευθετῶ καὶ [[ἑτοιμάζω]] ὅ,τι ἔχω, τὸ δὲ [[παρασκευάζω]] πορίζομαι καὶ [[ἑτοιμάζω]] ὅ,τι δὲν ἔχω, πρβλ. παρασκευὴ ΙΙ. 3. 2) προμηθεύω, μηχανῶμαι, τῇ νηὶ [[οἶνον]] καὶ ἄλφιτα Θουκ. 3. 49, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 188D, κλ.· π. ὀργάς τινι κατὰ τινος Λυσ. 94, 23· ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, [[ἑτοιμάζω]], θάνατόν τινι Ἀντιφῶν 114. 26· ἀντίδοσιν ἐπί τινα Δημ. 840. 27· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 3) καθίστημί τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, μετὰ μετοχῆς ἢ ἐπιθ., π. τινὰ εὖ ἔχοντα, π. τινὰ ὅτι βέλτιστον Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18., 5. 2, 19 π. τοὺς θεοὺς ἵλεως Πλάτ. Νόμ. 803Ε· τοὺς κριτὰς π. τοιούτους Ἀριστ. Ρητ. 2, 9, 16, πρβλ. 2. 3, 17· μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ μὴ ποιῇ τι, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 5, 19, Ἱππ. 2. 3· π. τὸν βίον αὐτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Πλάτ. Πολ. 405C· - οὕτω, π. [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 503Α, πρβλ. 510F, Ἀπολ. 39D· π. τινὸς γνώμην, ὡς [[ἰτέον]] εἴη Ξεν. Κύρ. 2. 1, 21. 4) ἐπινοῶ διά τινα σκοπόν, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 22· ἴδε Β. ΙΙ. 5) ἀπολ., καθιστῶ τινα φίλον μου, Δημ. 501. 21· ἴδε Β. Ι. 2. Β. Μέσ. καὶ παθ.: Ι. ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ τοῦ μέσ., [[ἑτοιμάζω]] ἢ [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Ἡρόδ. 7. 25. π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατιὰν Θουκ. 1. 18., 2. 80., 4. 70· ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. ὁ αὐτ. 2. 56· τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν, εἰς ἑτοιμασίαν, Δημ. 50. 25· προστιθεμένου ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 920. 2) παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, [[ἑτοιμάζω]] ἀνθρώπους ὡς μάρτυρας, ὀπαδούς, κτλ., [[ὥστε]] νὰ τύχω ἀποφάσεως εὐνοϊκῆς δι’ ἀπάτης ἢ διὰ τῆς βίας (πρβλ. παρασκευὴ Ι. 3)· π. συκοφάντας Ἀνδοκ. 14. 17· ῥήτορας παρασκευασάμενοι Ἰσαῖ. 36. 2· ψευδεῖς λόγους ὁ αὐτ. 37. 5· μάρτυρας ψευδεῖς παρασκευασάμενοι Δημ. 852 ἐν τέλ.· π. τινας, προσελκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, ὁ αὐτ. 1092. 13· ― ἀπολ., [[σχηματίζω]] φατρίαν, [[πλέκω]] δόλον, Ἰσαῖ. 79. 7, Δημ. 231. 14, 813. 20· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11. Ἰσαῖ. 69. 1· [[παρασκευάζω]] τινὶ [[δικαστήριον]], [[προετοιμάζω]] [[δικαστήριον]] ἐξ ἐνόρκων φίλων, [[ὅπως]] δικάσωσί τινα, Λυσ. 130. 41· πρβλ. [[παρακελευστός]]. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ἑτοιμάζομαι, [[κάμνω]] ἑτοιμασίας, παρασκευασαμένῳ Θουκ. 2. 80· παρασκευασάμενος [[μεγάλως]] Ἡρόδ. 9. 15· παρασκευάσασθαι [[ὥστε]] ἀμύνασθαι Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 35· ― κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. δύναται νὰ θεωρηθῇ [[εἴτε]] ὡς παθ. [[εἴτε]] ὡς μέσ., π. ἔς τι Ἡρόδ. 9. 96, 99· π. [[πρός]] τι Θουκ. 3. 69, Ξεν., κλ.· π. στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 353, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 227. 2) [[συχνάκις]] ἑπομένου τοῦ ὡς μετὰ μετοχ. μέλλ., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Ἡρόδ. 5. 34· π. ὡς ἐλῶν ὁ αὐτ. 2. 162, πρβλ. 9. 122· π. ὡς ναυμαχήσοντες ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἐκφέρεται διὰ τοῦ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Θουκ. 4, 13· ὡς προσβαλοῦντες ὁ αὐτ. 4. 8· ὡς ἐπιθησόμενοι ὁ αὐτ. 5. 8, πρβλ. 6. 54· οὕτω, π. ὡς μάχης ἐσομένης Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 2, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 2, 8· [[ὡσαύτως]], π. [[ὅπως]] ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Θουκ. 2. 99, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 183D, Ἀπολ. 39Β. 3) ἐν τῷ πρκμ., παρεσκεύασμαι, εἶμαι ἕτοιμος, εἶμαι παρεσκευασμένος, [[κάρτα]] εὖ παρεσκευασμένος Ἡρόδ. 3. 150· τράπεζαι ... παρεσκ. Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 839· λῃστρικώτερον παρεσκ. Θουκ. 6. 104· παρεσκ. [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 91Β· εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Ξεν. Οἰκ. 5. 13· ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κτλ.· παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεύμενοι ὁ αὐτ. 7. 218· ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένους ὡς χεῖρας ξυμμίξοντας Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 11· ἑπομένου τοῦ [[ὥστε]] μετ’ ἀπαρ., παρεσκευάσμεθ’ [[ὥστε]] κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1241· παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ [[εἶναι]] Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 13· μετὰ μόνης ἀπαρεμ., δρᾶν παρεσκευασμένος Αἰσχύλ. Θήβ. 440, πρβλ. Ἀγ. 1422, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 691, Ἀριστοφάν. Νεφ. 607, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ., [[ὥστε]] ἂν ... παρασκευασθῶσιν [[οὕτως]] ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 11. ΙΙΙ. παρασκευάζομαί τι, [[παρασκευάζω]] τι δι’ ἐμαυτόν, Πλάτ. Πολ. 365Β· παρεσκ. λαμπρὸν [[ἱμάτιον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 21. IV. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ὡς παρεσκεύαστο, ὅτε ἔγιναν αἱ ἑτοιμασίαι, Θουκ. 4. 67· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 100, [[ἀντί]], παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, ὁ Βεκκῆρ. προτείνει: παρεσκεύαστο.
}}
}}
{{bailly
{{bailly