προέρχομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προέρχομαι''': ἀόρ. προῆλθον· πρκμ. προελήλῠθα, συνῃρ. προὐλήλυθα, Piers. εἰς Μοῖρ. 302· ἀποθετ. Ὡς τὸ [[πρόειμι]] ([[ὅπερ]] χρησιμεύει ὡς μέλλων), χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, [[προβαίνω]], Ἡρόδ. 1. 207., 9. 14· ἐς τὸ ὁμαλὸν Θουκ. 5. 65· ἐς τὸ πλέον [[οὐκέτι]] προελθὼν ὁ αὐτ. 2. 21· ἐκ τοῦ χωρίου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25· ἐπὶ τὸ βῆμα Διον. Ἁλ. 8. 58· καὶ ἀπολ., προελθὼν = Ἀττ. παρελθών, παρουσιασθεὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Πολύβ. 4. 14, 7· προελθὼν ὁ [[κῆρυξ]] ἐκήρυττε... Αἰσχίν. 75. 27· ― πρ. τὰ ἔμβρυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 8· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., πρ. ἡμερησίαν ὁδὸν Πλάτ. Πολ. 616Β, πρβλ. 328Ε· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν ὁδὸν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16. 2) ἐπὶ χρόνου, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 273Α, Παρμ. 154Α· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις (πρβλ. [[προβαίνω]] Ι. 2), Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· οὕτω, 3) προχωρῶ, [[προβαίνω]] ἐν διηγήσει ἢ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 237C· πρ. εἰς τὸ [[πρόσθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682Α, πρβλ. Πρωτ. 339D. 4) μεταφορ., τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τοῦτο προελθόντα, προχωρήσαντα εἰς τοῦτο, Ἡρόδ. 7. 50, 2· εἰς τοὔμπροσθεν πειραθῆναι προελθεῖν, νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, νὰ προοδεύσῃ, ἐπὶ μαθητοῦ, Ἰσοκρ. 415C· [[ἐνταῦθα]] πρ. [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 88· [[συχν]]. ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἰς πᾶν μοχθηρίας πρ. Δημ. 29. 18· [[οὕτως]] αἰσχρῶς πρ. ὁ αὐτ. 688. 17· οἷ πρ. ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] ὁ αὐτ. 42. 25· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, [[ὥστε]]… ὁ αὐτ. 163. 2· οὕτω δὲ [[πόρρω]] προεληλύθασι φυλακῆς, τόσον δὲ πολὺ προέβησαν εἰς τὸ προσέχειν καὶ φυλάττεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 4. 5) [[ὑπάγω]] πρότερον ἢ πρῶτος, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 9, κτλ.· πρ. τινος, προπορεύομαι, [[αὐτόθι]] 2. 2, 7· μεταγεν., συνέδραμον [[ἐκεῖ]] καὶ προῆλθον αὐτοὺς Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ς΄, 33. ΙΙ. [[μετὰ]] τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως κατ’ αἰτιατ., πρ. [[πόδα]] (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), Λουκ. Ἑρμότ. 32.
|lstext='''προέρχομαι''': ἀόρ. προῆλθον· πρκμ. προελήλῠθα, συνῃρ. προὐλήλυθα, Piers. εἰς Μοῖρ. 302· ἀποθετ. Ὡς τὸ [[πρόειμι]] ([[ὅπερ]] χρησιμεύει ὡς μέλλων), χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, [[προβαίνω]], Ἡρόδ. 1. 207., 9. 14· ἐς τὸ ὁμαλὸν Θουκ. 5. 65· ἐς τὸ πλέον [[οὐκέτι]] προελθὼν ὁ αὐτ. 2. 21· ἐκ τοῦ χωρίου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25· ἐπὶ τὸ βῆμα Διον. Ἁλ. 8. 58· καὶ ἀπολ., προελθὼν = Ἀττ. παρελθών, παρουσιασθεὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Πολύβ. 4. 14, 7· προελθὼν ὁ [[κῆρυξ]] ἐκήρυττε... Αἰσχίν. 75. 27· ― πρ. τὰ ἔμβρυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 8· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πρ. ἡμερησίαν ὁδὸν Πλάτ. Πολ. 616Β, πρβλ. 328Ε· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν ὁδὸν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16. 2) ἐπὶ χρόνου, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 273Α, Παρμ. 154Α· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις (πρβλ. [[προβαίνω]] Ι. 2), Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· οὕτω, 3) προχωρῶ, [[προβαίνω]] ἐν διηγήσει ἢ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 237C· πρ. εἰς τὸ [[πρόσθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682Α, πρβλ. Πρωτ. 339D. 4) μεταφορ., τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τοῦτο προελθόντα, προχωρήσαντα εἰς τοῦτο, Ἡρόδ. 7. 50, 2· εἰς τοὔμπροσθεν πειραθῆναι προελθεῖν, νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, νὰ προοδεύσῃ, ἐπὶ μαθητοῦ, Ἰσοκρ. 415C· [[ἐνταῦθα]] πρ. [[ὥστε]]... ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 88· [[συχν]]. ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἰς πᾶν μοχθηρίας πρ. Δημ. 29. 18· [[οὕτως]] αἰσχρῶς πρ. ὁ αὐτ. 688. 17· οἷ πρ. ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] ὁ αὐτ. 42. 25· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, [[ὥστε]]… ὁ αὐτ. 163. 2· οὕτω δὲ [[πόρρω]] προεληλύθασι φυλακῆς, τόσον δὲ πολὺ προέβησαν εἰς τὸ προσέχειν καὶ φυλάττεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 4. 5) [[ὑπάγω]] πρότερον ἢ πρῶτος, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 9, κτλ.· πρ. τινος, προπορεύομαι, [[αὐτόθι]] 2. 2, 7· μεταγεν., συνέδραμον [[ἐκεῖ]] καὶ προῆλθον αὐτοὺς Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ς΄, 33. ΙΙ. μετὰ τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως κατ’ αἰτιατ., πρ. [[πόδα]] (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), Λουκ. Ἑρμότ. 32.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />έχω την [[καταγωγή]], την [[αιτία]], την [[αφετηρία]] ή την [[πηγή]] μου σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[εκπορεύομαι]] από [[κάπου]] (α. «η [[πληροφορία]] προέρχεται από αξιόπιστη [[πηγή]]» β. «ο [[υψηλός]] [[πυρετός]] προέρχεται από [[ίωση]]» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για αξιωματούχους) [[κάνω]] [[δημόσια]] επίσημη [[εμφάνιση]], [[βγαίνω]] από το [[παλάτι]]<br /><b>2.</b> (για μοναχούς και μοναχές) [[βγαίνω]] από το [[μοναστήρι]], εμφανίζομαι [[δημοσία]] («...'ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῖν. Αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι κατὰ Κυριακὴν προέρχονται ἐν τῇ [[ἐκκλησία]] [[χάριν]] τῆς κοινωνίας», Παλλάδ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπορεύομαι]], [[προηγούμαι]], [[πηγαίνω]] [[πρώτος]] (α. «ἐκεῖνος προελθὼν τοῦ λοχαγοῡ [[πρότερος]] ἐπορεύετο», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὁ Ἰωάννης... προελήλυθε.... βοῶν μετανοεῖν», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[φεύγω]] από [[οίκημα]] ή χώρο, [[βγαίνω]] έξω (α. «προέρχεσθαι ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ οἰκίας», πάπ.<br />β. «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», Θεία Λειτ.)<br /><b>3.</b> εμφανίζομαι, γεννώμαι (α. «τά σύμπαντα είς τὸ [[εἶναι]] προελθόντα», Ευσ.<br />β. «διὸ καὶ [[πλάγια]] προέρχεται τὰ ἔμβρυα πάντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] («οἱ ὁπλῑται οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῦ χωρίου [[ἔνθα]] ἡ [[συμβολή]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] στο [[βήμα]], [[παρουσιάζομαι]] για να [[λάβω]] τον λόγο (προελθὼν ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[διανύω]] [[απόσταση]], [[κάνω]] δρόμο («ἀφικέσθαι προελθόντας ἡμερησίαν ὁδὸν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] στη [[διήγηση]] ή στη [[συζήτηση]] («προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προοδεύω]] («[[ἐπειδὴ]] ἐνταῡθα προεληλύθαμεν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> (με γεν.) [[φθάνω]] ώς έναν βαθμό σε [[κάτι]] [[κακό]], [[χειροτερεύω]] («εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[πρώτος]] [[κάπου]] («διὰ τοὺς ἐκ τῆς Μυτιλήνης Ἀθηναίων φρουροὺς προελθόντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[αποβαίνω]], [[γίνομαι]] [[κάτι]] («τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῑς [[νόμος]] προῆλθεν [[ἐμοί]]», Αφθόν.)<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[περνώ]] («[[μετὰ]] δὲ ταῡτα προελθόντος ἱκανοῡ χρόνου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[βιβλίο]]) εκδίδομαι, δημοσιεύομαι.
|mltxt=ΝΜΑ<br />έχω την [[καταγωγή]], την [[αιτία]], την [[αφετηρία]] ή την [[πηγή]] μου σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[εκπορεύομαι]] από [[κάπου]] (α. «η [[πληροφορία]] προέρχεται από αξιόπιστη [[πηγή]]» β. «ο [[υψηλός]] [[πυρετός]] προέρχεται από [[ίωση]]» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για αξιωματούχους) [[κάνω]] [[δημόσια]] επίσημη [[εμφάνιση]], [[βγαίνω]] από το [[παλάτι]]<br /><b>2.</b> (για μοναχούς και μοναχές) [[βγαίνω]] από το [[μοναστήρι]], εμφανίζομαι [[δημοσία]] («...'ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῖν. Αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι κατὰ Κυριακὴν προέρχονται ἐν τῇ [[ἐκκλησία]] [[χάριν]] τῆς κοινωνίας», Παλλάδ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπορεύομαι]], [[προηγούμαι]], [[πηγαίνω]] [[πρώτος]] (α. «ἐκεῖνος προελθὼν τοῦ λοχαγοῡ [[πρότερος]] ἐπορεύετο», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὁ Ἰωάννης... προελήλυθε.... βοῶν μετανοεῖν», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[φεύγω]] από [[οίκημα]] ή χώρο, [[βγαίνω]] έξω (α. «προέρχεσθαι ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ οἰκίας», πάπ.<br />β. «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», Θεία Λειτ.)<br /><b>3.</b> εμφανίζομαι, γεννώμαι (α. «τά σύμπαντα είς τὸ [[εἶναι]] προελθόντα», Ευσ.<br />β. «διὸ καὶ [[πλάγια]] προέρχεται τὰ ἔμβρυα πάντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] («οἱ ὁπλῑται οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῦ χωρίου [[ἔνθα]] ἡ [[συμβολή]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] στο [[βήμα]], [[παρουσιάζομαι]] για να [[λάβω]] τον λόγο (προελθὼν ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[διανύω]] [[απόσταση]], [[κάνω]] δρόμο («ἀφικέσθαι προελθόντας ἡμερησίαν ὁδὸν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] στη [[διήγηση]] ή στη [[συζήτηση]] («προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προοδεύω]] («[[ἐπειδὴ]] ἐνταῡθα προεληλύθαμεν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> (με γεν.) [[φθάνω]] ώς έναν βαθμό σε [[κάτι]] [[κακό]], [[χειροτερεύω]] («εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[πρώτος]] [[κάπου]] («διὰ τοὺς ἐκ τῆς Μυτιλήνης Ἀθηναίων φρουροὺς προελθόντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[αποβαίνω]], [[γίνομαι]] [[κάτι]] («τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῑς [[νόμος]] προῆλθεν [[ἐμοί]]», Αφθόν.)<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[περνώ]] («μετὰ δὲ ταῡτα προελθόντος ἱκανοῡ χρόνου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[βιβλίο]]) εκδίδομαι, δημοσιεύομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm