Anonymous

προέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />έχω την [[καταγωγή]], την [[αιτία]], την [[αφετηρία]] ή την [[πηγή]] μου σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[εκπορεύομαι]] από [[κάπου]] (α. «η [[πληροφορία]] προέρχεται από αξιόπιστη [[πηγή]]» β. «ο [[υψηλός]] [[πυρετός]] προέρχεται από [[ίωση]]» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για αξιωματούχους) [[κάνω]] [[δημόσια]] επίσημη [[εμφάνιση]], [[βγαίνω]] από το [[παλάτι]]<br /><b>2.</b> (για μοναχούς και μοναχές) [[βγαίνω]] από το [[μοναστήρι]], εμφανίζομαι [[δημοσία]] («...'ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῖν. Αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι κατὰ Κυριακὴν προέρχονται ἐν τῇ [[ἐκκλησία]] [[χάριν]] τῆς κοινωνίας», Παλλάδ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπορεύομαι]], [[προηγούμαι]], [[πηγαίνω]] [[πρώτος]] (α. «ἐκεῖνος προελθὼν τοῦ λοχαγοῡ [[πρότερος]] ἐπορεύετο», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὁ Ἰωάννης... προελήλυθε.... βοῶν μετανοεῖν», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[φεύγω]] από [[οίκημα]] ή χώρο, [[βγαίνω]] έξω (α. «προέρχεσθαι ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ οἰκίας», πάπ.<br />β. «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», Θεία Λειτ.)<br /><b>3.</b> εμφανίζομαι, γεννώμαι (α. «τά σύμπαντα είς τὸ [[εἶναι]] προελθόντα», Ευσ.<br />β. «διὸ καὶ [[πλάγια]] προέρχεται τὰ ἔμβρυα πάντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] («οἱ ὁπλῑται οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῦ χωρίου [[ἔνθα]] ἡ [[συμβολή]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] στο [[βήμα]], [[παρουσιάζομαι]] για να [[λάβω]] τον λόγο (προελθὼν ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[διανύω]] [[απόσταση]], [[κάνω]] δρόμο («ἀφικέσθαι προελθόντας ἡμερησίαν ὁδὸν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] στη [[διήγηση]] ή στη [[συζήτηση]] («προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προοδεύω]] («[[ἐπειδὴ]] ἐνταῡθα προεληλύθαμεν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> (με γεν.) [[φθάνω]] ώς έναν βαθμό σε [[κάτι]] [[κακό]], [[χειροτερεύω]] («εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[πρώτος]] [[κάπου]] («διὰ τοὺς ἐκ τῆς Μυτιλήνης Ἀθηναίων φρουροὺς προελθόντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[αποβαίνω]], [[γίνομαι]] [[κάτι]] («τὸ δοκοῦντοῖς πολλοῑς [[νόμος]] προῆλθεν [[ἐμοί]]», Αφθόν.)<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[περνώ]] («[[μετὰ]] δὲ ταῡτα προελθόντος ἱκανοῡ χρόνου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[βιβλίο]]) εκδίδομαι, δημοσιεύομαι.
|mltxt=ΝΜΑ<br />έχω την [[καταγωγή]], την [[αιτία]], την [[αφετηρία]] ή την [[πηγή]] μου σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[εκπορεύομαι]] από [[κάπου]] (α. «η [[πληροφορία]] προέρχεται από αξιόπιστη [[πηγή]]» β. «ο [[υψηλός]] [[πυρετός]] προέρχεται από [[ίωση]]» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για αξιωματούχους) [[κάνω]] [[δημόσια]] επίσημη [[εμφάνιση]], [[βγαίνω]] από το [[παλάτι]]<br /><b>2.</b> (για μοναχούς και μοναχές) [[βγαίνω]] από το [[μοναστήρι]], εμφανίζομαι [[δημοσία]] («...'ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῖν. Αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι κατὰ Κυριακὴν προέρχονται ἐν τῇ [[ἐκκλησία]] [[χάριν]] τῆς κοινωνίας», Παλλάδ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπορεύομαι]], [[προηγούμαι]], [[πηγαίνω]] [[πρώτος]] (α. «ἐκεῖνος προελθὼν τοῦ λοχαγοῡ [[πρότερος]] ἐπορεύετο», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὁ Ἰωάννης... προελήλυθε.... βοῶν μετανοεῖν», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[φεύγω]] από [[οίκημα]] ή χώρο, [[βγαίνω]] έξω (α. «προέρχεσθαι ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ οἰκίας», πάπ.<br />β. «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», Θεία Λειτ.)<br /><b>3.</b> εμφανίζομαι, γεννώμαι (α. «τά σύμπαντα είς τὸ [[εἶναι]] προελθόντα», Ευσ.<br />β. «διὸ καὶ [[πλάγια]] προέρχεται τὰ ἔμβρυα πάντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] («οἱ ὁπλῑται οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῦ χωρίου [[ἔνθα]] ἡ [[συμβολή]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] στο [[βήμα]], [[παρουσιάζομαι]] για να [[λάβω]] τον λόγο (προελθὼν ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[διανύω]] [[απόσταση]], [[κάνω]] δρόμο («ἀφικέσθαι προελθόντας ἡμερησίαν ὁδὸν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] στη [[διήγηση]] ή στη [[συζήτηση]] («προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προοδεύω]] («[[ἐπειδὴ]] ἐνταῡθα προεληλύθαμεν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> (με γεν.) [[φθάνω]] ώς έναν βαθμό σε [[κάτι]] [[κακό]], [[χειροτερεύω]] («εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[πρώτος]] [[κάπου]] («διὰ τοὺς ἐκ τῆς Μυτιλήνης Ἀθηναίων φρουροὺς προελθόντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[αποβαίνω]], [[γίνομαι]] [[κάτι]] («τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῑς [[νόμος]] προῆλθεν [[ἐμοί]]», Αφθόν.)<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[περνώ]] («[[μετὰ]] δὲ ταῡτα προελθόντος ἱκανοῡ χρόνου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[βιβλίο]]) εκδίδομαι, δημοσιεύομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-ῆλθον</i>, παρακ. <i>-ελήλῠθα</i>, συνηρ. <i>προὐλήλυθα</i>· αποθ.· όπως το [[πρόειμι]] (που λειτουργεί ως μέλ.),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βαδίζω]] [[μπροστά]], [[προχωρώ]], [[προβαίνω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., προελθὼν ὁ [[κῆρυξ]] ἐκήρυττε, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, προελθόντος [[πολλοῦ]] χρόνου, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ</i>, αρκετά προχωρημένος στην [[ηλικία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[προχωρώ]] σε μια [[συζήτηση]] ή [[διήγηση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>τὰ Περσέων πρήγματα</i>, ἐς [[τοῦτο]] προελθόντα, η [[δύναμη]] των Περσών έφθασε σ' αυτό το [[σημείο]], σε Ηρόδ.· εἰς [[πᾶν]] μοχθηρίας [[προέρχομαι]], σε Δημ.· εἰς [[τοῦτο]] προβέβηκεν ἔχθρας, [[ὥστε]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[πηγαίνω]] από [[πριν]] ή [[πρώτος]], σε Ξεν.· <i>προέρχομαί τινος</i>, [[πηγαίνω]] [[πριν]] από αυτόν, στον ίδ.· μεταγεν., [[προέρχομαι]] τινα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με όργανο κίνησης, [[προέρχομαι]] [[πόδα]], [[προχωρώ]], [[έπειτα]], [[κινώ]] το [[πόδι]] μου, σε Λουκ.
|lsmtext='''προέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-ῆλθον</i>, παρακ. <i>-ελήλῠθα</i>, συνηρ. <i>προὐλήλυθα</i>· αποθ.· όπως το [[πρόειμι]] (που λειτουργεί ως μέλ.),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βαδίζω]] [[μπροστά]], [[προχωρώ]], [[προβαίνω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., προελθὼν ὁ [[κῆρυξ]] ἐκήρυττε, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, προελθόντος [[πολλοῦ]] χρόνου, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ</i>, αρκετά προχωρημένος στην [[ηλικία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[προχωρώ]] σε μια [[συζήτηση]] ή [[διήγηση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., <i>τὰ Περσέων πρήγματα</i>, ἐς [[τοῦτο]] προελθόντα, η [[δύναμη]] των Περσών έφθασε σ' αυτό το [[σημείο]], σε Ηρόδ.· εἰς [[πᾶν]] μοχθηρίας [[προέρχομαι]], σε Δημ.· εἰς [[τοῦτο]] προβέβηκεν ἔχθρας, [[ὥστε]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[πηγαίνω]] από [[πριν]] ή [[πρώτος]], σε Ξεν.· <i>προέρχομαί τινος</i>, [[πηγαίνω]] [[πριν]] από αυτόν, στον ίδ.· μεταγεν., [[προέρχομαι]] τινα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με όργανο κίνησης, [[προέρχομαι]] [[πόδα]], [[προχωρώ]], [[έπειτα]], [[κινώ]] το [[πόδι]] μου, σε Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-έρχομαι naar voren komen, tevoorschijn komen:; π. ἐκ τοῦ χωρίου uit de plaats tevoorschijn komen Xen. Hell. 7.5.25; π. ἐπὶ χιλόν eropuit gaan om voedsel te halen Xen. Cyr. 6.3.9; ὅθεν προέρχομαι waar ik vandaan kom Men. Dysc. 2; met acc. v. h. inw. obj.. οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών nog nooit een voet buiten Ethiopië gezet hebbend Luc. 70.32. verdergaan, naar voren gaan, vorderen:; προέρχομαι ik ruk op Xen. Cyr. 2.2.7; met εἰς + acc.:; π. ἐς τὸ ὁμαλόν de vlakte in trekken Thuc. 5.65.6; ἐς τὸ πλέον π. verder voorwaarts gaan Thuc. 2.21.1; met acc. v. h. inw. obj.:; π. ἡμερησίαν ὁδόν een dagreis verder gaan Plat. Resp. 616b; van tijd:; προελθόντος πολλοῦ χρόνου nadat veel tijd verstreken was Thuc. 1.10.2; perf..; προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις gevorderd in leeftijd Xen. Hell. 6.1.5; overdr.. εἰς δὴ τὸ πρόσθεν προέλθωμεν ἔτι τοῦ... μύθου laten we dan nog eens wat verder voortgaan in ons verhaal Plat. Lg. 682a. voorgaan, voor... uit gaan; met gen.:; π. τοῦ λοχαγοῦ voor de aanvoerder uit gaan Xen. Cyr. 2.2.7; met acc. v. inw. obj.:; τινὰ ὁδόν π. een weg tevoren afleggen Plat. Resp. 328e; met acc. v. dir. obj.: προήρχετο αὐτούς hij liep voor hen uit NT Luc. 22.47. vorderingen maken; met εἰς + acc.:; ἐς τοῦτο προελθόντα tot dat niveau gestegen Hdt. 7.50.3; ongunstig:. εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας τὰ παρόντα de huidige situatie heeft het toppunt van geknoei bereikt Dem. 3.3.
|elnltext=προ-έρχομαι naar voren komen, tevoorschijn komen:; π. ἐκ τοῦ χωρίου uit de plaats tevoorschijn komen Xen. Hell. 7.5.25; π. ἐπὶ χιλόν eropuit gaan om voedsel te halen Xen. Cyr. 6.3.9; ὅθεν προέρχομαι waar ik vandaan kom Men. Dysc. 2; met acc. v. h. inw. obj.. οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών nog nooit een voet buiten Ethiopië gezet hebbend Luc. 70.32. verdergaan, naar voren gaan, vorderen:; προέρχομαι ik ruk op Xen. Cyr. 2.2.7; met εἰς + acc.:; π. ἐς τὸ ὁμαλόν de vlakte in trekken Thuc. 5.65.6; ἐς τὸ πλέον π. verder voorwaarts gaan Thuc. 2.21.1; met acc. v. h. inw. obj.:; π. ἡμερησίαν ὁδόν een dagreis verder gaan Plat. Resp. 616b; van tijd:; προελθόντος πολλοῦ χρόνου nadat veel tijd verstreken was Thuc. 1.10.2; perf..; προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις gevorderd in leeftijd Xen. Hell. 6.1.5; overdr.. εἰς δὴ τὸ πρόσθεν προέλθωμεν ἔτι τοῦ... μύθου laten we dan nog eens wat verder voortgaan in ons verhaal Plat. Lg. 682a. voorgaan, voor... uit gaan; met gen.:; π. τοῦ λοχαγοῦ voor de aanvoerder uit gaan Xen. Cyr. 2.2.7; met acc. v. inw. obj.:; τινὰ ὁδόν π. een weg tevoren afleggen Plat. Resp. 328e; met acc. v. dir. obj.: προήρχετο αὐτούς hij liep voor hen uit NT Luc. 22.47. vorderingen maken; met εἰς + acc.:; ἐς τοῦτο προελθόντα tot dat niveau gestegen Hdt. 7.50.3; ongunstig:. εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας τὰ παρόντα de huidige situatie heeft het toppunt van geknoei bereikt Dem. 3.3.
}}
}}
{{elru
{{elru