πρᾶγμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρᾶγμα''': Ἰων. [[πρῆγμα]], τό· ([[πράσσω]])· ― τὸ πραχθέν, [[ἔργον]], Λατ. facinus, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ συγκεκριμένον τοῦ [[πρᾶξις]], ἀλλὰ [[συχνάκις]] προσεγγίζει εἰς τὴν ἀφῃρημένην ἔννοιαν, Ἡρόδ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὄνομα]], Ἀνδοκ. 32. 39, κτλ.· καὶ πρὸς τὸ [[λόγος]], Δημ. 21. 21, κτλ.· πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν Πινδ. Ο. 7. 85· τῶν πραγμάτων γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον, περισσότερον παρὰ τὰ πράγματα, Εὐρ. Ἑκ. 1188· τὸ σὸν τί ἐστι τὸ πρ.; τί ἐργασίαν ἔχεις, τί [[ἔργον]] ἐν τῷ βίῳ σου; Πλάτ. Ἀπολλ. 20C· γυναίου (ἢ γύναιον) πρᾶγμ’ ἐποίει, ἐποίει [[ἔργον]] γυναίου (ἢ [[γυναικεῖον]]), Δημ. 787. 25, κτλ. ΙΙ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ Λατ. res, [[πρᾶγμα]], [[ὑπόθεσις]], πᾶσαν τελευτὰν πράγματος Πινδ. Ο. 13. 104, πρβλ. Π. 4. 495· πρ. τοιόνδε συνηνείχθη γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 33, πρβλ. 9. 93· ἐς [[μέσον]] σφι προετίθεε τὸ πρ. ὁ αὐτ. 1. 206· τί δ’ εἰδὼς τοῦδε πρ. πέρι; Σοφ. Αἴ. 747· τὸ πρ. εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Δημ. 551. 2· ὁρᾶτε τὸ πρ., οἷ προελήλυθε κτλ.., ὁ αὐτ. 42. 25, πρβλ. 91. 21· σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοις [[εἶναι]] οὐδὲν πρ., οὐδὲν εἶχον κοινόν, Ἡρόδ. 5. 84, πρβλ. Δημ. 320. 8, κτλ.· [[συχν]]. πλέον, ὡς ἀργαλέον πρ. ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Πλ. 1, τὰ μετέωρα πρ., τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 228· κτλ. 2) πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἢ συμφέρον, ὅ,τι πρέπει ἢ [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νὰ γείνῃ, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ. ἐν τῇ φράσει πρῆγμά ἐστι ἢ ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]], ὠφέλιμον, καλὸν νά…, [[εἶναι]] καθῆκόν μου ἢ [[ἔργον]] μου νά..., ὡς τὸ Λατ. opus est, εὕρισκε πρ. οἱ [[εἶναι]] ἐλαύνειν Ἡρόδ. 1. 79, πρβλ. 4. 11· μετ’ ἀρνήσ., εὕρισκέ οἱ οὐ πρ. [[εἶναι]] στρατεύεσθαι ὁ αὐτ. 7. 12, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 451, Πλάτ. Γοργ. 447Β· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., οὐδὲν ἂν εἴη πρ. γνώμας ἐμέ σοι ἀποφαίνεσθαι; ὡς... οὐδὲν ὂν πρ., εἰ καὶ ἀποθάνοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 3D· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., οἷς μηδὲν ἦν πρ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Πομπ. 65. 3) [[πρᾶγμα]] σπουδαῖον, ἔχον σημασίαν ἢ σπουδαιότητα, πρ. ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 150· [[πρῆγμα]] οὐδὲν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 6. 63. 4) ἐπὶ προσώπου καθ’ ἑαυτόν, κτλ., μέγα πρ., [[ἄνθρωπος]] [[μεγάλης]] σπουδαιότητος, Δημ. 928. 6· ἦν μέγιστον πρ. Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, πολὺ ἐξετιμᾶτο ὑπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 132· ἄμαχον πρ., ἐπὶ γυναικός, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 36· ἀσταθμητότατον πρ. ὁ [[δῆμος]] Δημ. 383. 4· [[πρᾶγμα]] δ’ ἐστί μοι μέγα φρέατος [[ἔνδον]] ψυχρότερον Ἀραρότος Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2· πρβλ. [[χρῆμα]] ΙΙ. 3. 5) ἐν χρήσει ἐπὶ μάχης, ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ πρ. ἀπέφυγον Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 17. 6) κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ πράγματος κακοῦ ἢ αἰσχροῦ, Θουκ. 2. 64, Αἰσχίν. 17. 38 κἑξ.· Εὐρυβάτου [[πρᾶγμα]] οὐ πόλεως [[ἔργον]]. ἐκείνου [[ἔργον]], Δημ. 233. 8. 7) [[πρᾶγμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[λόγος]], [[ὄνομα]], Ἀριστ. Τοπ. 6. 7, 2, Σοφιστ. Ἔλεγχ. 16. 2· πρὸς τὸ πρ. καὶ τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 8. 8, 16· διαιρεῖν κατὰ τὸ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 15, 9, κτλ. 8) τὸ περὶ οὗ ὁ [[λόγος]] [[ζήτημα]], ἡ [[ὑπόθεσις]], πρὸς τὸ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 57, 5· ἔξω τοῦ πράγματος, ἴδε ἔξω Ι. 2 6. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πράγματα, 1) ὡς καὶ νῦν, περιστάσεις, ὑποθέσεις, τὰ ἀνθρωπήια π. Ἡρόδ. 1. 207· ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πρ. Θουκ. 3. 82, πρβλ. 1. 89· τοῖς πράγμασιν τέθνηκα τοῖς δ’ ἔργοισι δ’ οὔ, ἐκ τῶν περιστάσεων, οὐχὶ ἐκ τῶν ἔργων, Εὐρ. Ἑλ. 286· ἐν τούτοις πράγμασι Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἀν. 2. 1, 16, κτλ.· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Δημ. 10. 2, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 1· [[τύχη]] τὰ θνητῶν πράγματ’, οὐκ [[εὐβουλία]] Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 97C· ὅτι ἤδη τεθνάναι ἀπηλλάχθαι πραγμάτων Πλάτ. Ἀπολ. 41D, πρβλ. Πολ. 406Ε· ἀποτυγχάνειν τῶν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 28· ― ἐπὶ τῆς καταστάσεως ἀσθενοῦς, Foës Oec. Hipp.· ― ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ποῦ ποτ’ [[εἰμὶ]] πράγματος; Σοφ. Τρ. 375, πρβλ. Αἴ. 314. 2) ὑποθέσεις τῆς πόλεως, κοινὰ πρ. Εὐρ. Ι. Τ. 1062· [[τέρας]] γὰρ ὁ [[βίος]] καὶ τὰ πράγματ’ ἐστί μοι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 260· ἔστ’ ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ πρ. Ἀριστοφ. Λυσ. 32· τὰ πολιτικὰ πρ. Πλάτ. Ἀπολ. 31D· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὁλοκλήρου πολιτείας ἢ κράτους, τὰ Περσικὰ πρ., ἡ Περσικὴ [[δύναμις]], Ἡρόδ. 3. 137, πρβλ. 7. 50, κτλ.· διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 714· ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πρ. ἐγένετο Θουκ. 1. 74, πρβλ. 100, κτλ.· μὴ νομίζετ’ ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πρ. ἀθάνατα Δημ. 42. 16, πρβλ. 53. 1, κτλ.· παρασπάσασθαί τι τῶν ὅλων πρ. ὁ αὐτ. 10. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς κυβερνήσεως ἢ διοικήσεως, καταλαμβάνεσθαι ἢ καταλαμβάνειν τὰ πρ., Λατ. rerum potiri, Ἡρόδ. 6. 39, Θουκ. 3. 30, πρβλ. 3. 11· ἔχειν τὰ πρ. [[αὐτόθι]] 3, 62, 72, Ἡρόδ. 6. 83· κατέχειν τὰ πρ. Θουκ. 4. 2· ἐς [[μέσον]] Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρ. Ἡρόδ. 3. 80· οἱ ἐν τοῖς πράγμασι, ὡς τὸ οἱ ἐν τέλει, οἱ ὄντες ἐν ἰσχύϊ ἢ ἀξιώματι, οἱ ἄρχοντες, Θουκ. 3. 28, Δημ. 125. 7, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12· τοὺς ἐπὶ τοῖς πράγμασι ὄντας Δημ. 110. 22· οἱ ἐπὶ τῶν πρ. ὁ αὐτ. 309. 10· κοινωνοὶ τῶν πρ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 17· ― νεώτερα πρ., νεωτερισμοί, μεταβολαί, Λατ. res novae, Λυσ. 130. 18, Ἰσοκρ. 151Ε, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 5. 19· [[ἀλλά]], εὔνους τοῖς πράγμασι, εὔνους τοῖς πράγμασιν ὡς ἔχουσιν, εὔνους πρὸς τὴν παροῦσαν κατάστασιν, Λυσ. 126. 10. 3) [[ὡσαύτως]], αἱ ἰδιωτικαὶ ὑποθέσεις ἢ περιστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, Ἡρόδ. 7. 236, 237· ἔρρει ἢ ἀπόλωλε τἀμὰ πρ. Ξεν. Συμπ. 1. 15, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 382· τὰ πρ., μόνον, ἡ [[περιουσία]] τινός, «τὸ ἔχειν του», ἐν ᾦπέρ ἐστι πάντα μοι τὰ πρ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 474· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ φαῦλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν [[πρᾶγμα]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 286Ε, πρβλ. Ἀπολ. 20C. 4) [[ἐργασία]], [[ἀσχολία]], [[μάλιστα]] [[ἀσχολία]] ἐν δίκῃ, κρισολογία, [[πρός]] τινα Ἀντιφῶν 142. 39· πράγματα πράσσειν Λυσ. 120. 22· [[πρός]] τινα Θουκ. 1. 128. 5) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐνοχλητικὴ [[ἀσχολία]], [[ἐνόχλησις]], ἁπάντων αἰτίους τῶν πρ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 310· πράγματα ἔχειν, [[μετὰ]] μετοχ., ἔχω ἐνοχλήσεις ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 7. 147, Πλάτ. Θεαίτ. 174Β, κτλ.· πρ. ἔχειν ἔν τινι, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 4, κτλ.· πρ. λαμβάνειν ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 2. 9· πρ. παρέχειν τινί, προξενῶ ἐνόχλησιν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 155, Ἀριστοφ. Πλ. 19 κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρ., [[παρέχω]] εἴς τινα τὴν ἐνόχλησιν τοῦ νὰ κάμῃ..., Πλάτ. Φαίδων 115Α, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 311· πραγμάτων... ἀπαλλαγεὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 270, πρβλ. [[βόσκω]] Ι. 2· [[ἄνευ]] πραγμάτων, σὺν πράγμασι Δημ. 14. 28, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 6· [[ἐνίοτε]] τίθεται ὡς γενικὴ [[λέξις]] μετά τινας μερικάς, ἐν τυραννίδι καὶ πλούτῳ καὶ πράγμασι Πλούτ. 2. 150C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· ― σπανίως [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πρῆγμα]] παρέχειν Ἡρόδ. 7. 239· [[πρᾶγμα]] ἐστί τι Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17. 6) τὰ ὑλικὰ πράγματα, ὁ [[κόσμος]] καὶ τὰ στοιχεῖα ἐξ ὧν σύγκειται, εἴ τις ἐξ ἀρχῆς τὰ πρ. φυόμενα βλέψειεν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 1, πρβλ. Ἀριστ. Νεφ. 741· τὴν φύσιν καὶ τὰ πρ. μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ.
|lstext='''πρᾶγμα''': Ἰων. [[πρῆγμα]], τό· ([[πράσσω]])· ― τὸ πραχθέν, [[ἔργον]], Λατ. facinus, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ συγκεκριμένον τοῦ [[πρᾶξις]], ἀλλὰ [[συχνάκις]] προσεγγίζει εἰς τὴν ἀφῃρημένην ἔννοιαν, Ἡρόδ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὄνομα]], Ἀνδοκ. 32. 39, κτλ.· καὶ πρὸς τὸ [[λόγος]], Δημ. 21. 21, κτλ.· πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν Πινδ. Ο. 7. 85· τῶν πραγμάτων γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον, περισσότερον παρὰ τὰ πράγματα, Εὐρ. Ἑκ. 1188· τὸ σὸν τί ἐστι τὸ πρ.; τί ἐργασίαν ἔχεις, τί [[ἔργον]] ἐν τῷ βίῳ σου; Πλάτ. Ἀπολλ. 20C· γυναίου (ἢ γύναιον) πρᾶγμ’ ἐποίει, ἐποίει [[ἔργον]] γυναίου (ἢ [[γυναικεῖον]]), Δημ. 787. 25, κτλ. ΙΙ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ Λατ. res, [[πρᾶγμα]], [[ὑπόθεσις]], πᾶσαν τελευτὰν πράγματος Πινδ. Ο. 13. 104, πρβλ. Π. 4. 495· πρ. τοιόνδε συνηνείχθη γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 33, πρβλ. 9. 93· ἐς [[μέσον]] σφι προετίθεε τὸ πρ. ὁ αὐτ. 1. 206· τί δ’ εἰδὼς τοῦδε πρ. πέρι; Σοφ. Αἴ. 747· τὸ πρ. εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Δημ. 551. 2· ὁρᾶτε τὸ πρ., οἷ προελήλυθε κτλ.., ὁ αὐτ. 42. 25, πρβλ. 91. 21· σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοις [[εἶναι]] οὐδὲν πρ., οὐδὲν εἶχον κοινόν, Ἡρόδ. 5. 84, πρβλ. Δημ. 320. 8, κτλ.· [[συχν]]. πλέον, ὡς ἀργαλέον πρ. ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Πλ. 1, τὰ μετέωρα πρ., τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 228· κτλ. 2) πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἢ συμφέρον, ὅ,τι πρέπει ἢ [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νὰ γείνῃ, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ. ἐν τῇ φράσει πρῆγμά ἐστι ἢ ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]], ὠφέλιμον, καλὸν νά…, [[εἶναι]] καθῆκόν μου ἢ [[ἔργον]] μου νά..., ὡς τὸ Λατ. opus est, εὕρισκε πρ. οἱ [[εἶναι]] ἐλαύνειν Ἡρόδ. 1. 79, πρβλ. 4. 11· μετ’ ἀρνήσ., εὕρισκέ οἱ οὐ πρ. [[εἶναι]] στρατεύεσθαι ὁ αὐτ. 7. 12, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 451, Πλάτ. Γοργ. 447Β· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., οὐδὲν ἂν εἴη πρ. γνώμας ἐμέ σοι ἀποφαίνεσθαι; ὡς... οὐδὲν ὂν πρ., εἰ καὶ ἀποθάνοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 3D· μετὰ γεν. πράγμ., οἷς μηδὲν ἦν πρ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Πομπ. 65. 3) [[πρᾶγμα]] σπουδαῖον, ἔχον σημασίαν ἢ σπουδαιότητα, πρ. ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 150· [[πρῆγμα]] οὐδὲν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 6. 63. 4) ἐπὶ προσώπου καθ’ ἑαυτόν, κτλ., μέγα πρ., [[ἄνθρωπος]] [[μεγάλης]] σπουδαιότητος, Δημ. 928. 6· ἦν μέγιστον πρ. Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, πολὺ ἐξετιμᾶτο ὑπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 132· ἄμαχον πρ., ἐπὶ γυναικός, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 36· ἀσταθμητότατον πρ. ὁ [[δῆμος]] Δημ. 383. 4· [[πρᾶγμα]] δ’ ἐστί μοι μέγα φρέατος [[ἔνδον]] ψυχρότερον Ἀραρότος Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2· πρβλ. [[χρῆμα]] ΙΙ. 3. 5) ἐν χρήσει ἐπὶ μάχης, ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ πρ. ἀπέφυγον Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 17. 6) κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ πράγματος κακοῦ ἢ αἰσχροῦ, Θουκ. 2. 64, Αἰσχίν. 17. 38 κἑξ.· Εὐρυβάτου [[πρᾶγμα]] οὐ πόλεως [[ἔργον]]. ἐκείνου [[ἔργον]], Δημ. 233. 8. 7) [[πρᾶγμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[λόγος]], [[ὄνομα]], Ἀριστ. Τοπ. 6. 7, 2, Σοφιστ. Ἔλεγχ. 16. 2· πρὸς τὸ πρ. καὶ τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 8. 8, 16· διαιρεῖν κατὰ τὸ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 15, 9, κτλ. 8) τὸ περὶ οὗ ὁ [[λόγος]] [[ζήτημα]], ἡ [[ὑπόθεσις]], πρὸς τὸ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 57, 5· ἔξω τοῦ πράγματος, ἴδε ἔξω Ι. 2 6. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πράγματα, 1) ὡς καὶ νῦν, περιστάσεις, ὑποθέσεις, τὰ ἀνθρωπήια π. Ἡρόδ. 1. 207· ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πρ. Θουκ. 3. 82, πρβλ. 1. 89· τοῖς πράγμασιν τέθνηκα τοῖς δ’ ἔργοισι δ’ οὔ, ἐκ τῶν περιστάσεων, οὐχὶ ἐκ τῶν ἔργων, Εὐρ. Ἑλ. 286· ἐν τούτοις πράγμασι Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἀν. 2. 1, 16, κτλ.· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Δημ. 10. 2, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 1· [[τύχη]] τὰ θνητῶν πράγματ’, οὐκ [[εὐβουλία]] Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 97C· ὅτι ἤδη τεθνάναι ἀπηλλάχθαι πραγμάτων Πλάτ. Ἀπολ. 41D, πρβλ. Πολ. 406Ε· ἀποτυγχάνειν τῶν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 28· ― ἐπὶ τῆς καταστάσεως ἀσθενοῦς, Foës Oec. Hipp.· ― ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ποῦ ποτ’ [[εἰμὶ]] πράγματος; Σοφ. Τρ. 375, πρβλ. Αἴ. 314. 2) ὑποθέσεις τῆς πόλεως, κοινὰ πρ. Εὐρ. Ι. Τ. 1062· [[τέρας]] γὰρ ὁ [[βίος]] καὶ τὰ πράγματ’ ἐστί μοι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 260· ἔστ’ ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ πρ. Ἀριστοφ. Λυσ. 32· τὰ πολιτικὰ πρ. Πλάτ. Ἀπολ. 31D· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὁλοκλήρου πολιτείας ἢ κράτους, τὰ Περσικὰ πρ., ἡ Περσικὴ [[δύναμις]], Ἡρόδ. 3. 137, πρβλ. 7. 50, κτλ.· διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 714· ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πρ. ἐγένετο Θουκ. 1. 74, πρβλ. 100, κτλ.· μὴ νομίζετ’ ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πρ. ἀθάνατα Δημ. 42. 16, πρβλ. 53. 1, κτλ.· παρασπάσασθαί τι τῶν ὅλων πρ. ὁ αὐτ. 10. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς κυβερνήσεως ἢ διοικήσεως, καταλαμβάνεσθαι ἢ καταλαμβάνειν τὰ πρ., Λατ. rerum potiri, Ἡρόδ. 6. 39, Θουκ. 3. 30, πρβλ. 3. 11· ἔχειν τὰ πρ. [[αὐτόθι]] 3, 62, 72, Ἡρόδ. 6. 83· κατέχειν τὰ πρ. Θουκ. 4. 2· ἐς [[μέσον]] Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρ. Ἡρόδ. 3. 80· οἱ ἐν τοῖς πράγμασι, ὡς τὸ οἱ ἐν τέλει, οἱ ὄντες ἐν ἰσχύϊ ἢ ἀξιώματι, οἱ ἄρχοντες, Θουκ. 3. 28, Δημ. 125. 7, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12· τοὺς ἐπὶ τοῖς πράγμασι ὄντας Δημ. 110. 22· οἱ ἐπὶ τῶν πρ. ὁ αὐτ. 309. 10· κοινωνοὶ τῶν πρ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 17· ― νεώτερα πρ., νεωτερισμοί, μεταβολαί, Λατ. res novae, Λυσ. 130. 18, Ἰσοκρ. 151Ε, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 5. 19· [[ἀλλά]], εὔνους τοῖς πράγμασι, εὔνους τοῖς πράγμασιν ὡς ἔχουσιν, εὔνους πρὸς τὴν παροῦσαν κατάστασιν, Λυσ. 126. 10. 3) [[ὡσαύτως]], αἱ ἰδιωτικαὶ ὑποθέσεις ἢ περιστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, Ἡρόδ. 7. 236, 237· ἔρρει ἢ ἀπόλωλε τἀμὰ πρ. Ξεν. Συμπ. 1. 15, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 382· τὰ πρ., μόνον, ἡ [[περιουσία]] τινός, «τὸ ἔχειν του», ἐν ᾦπέρ ἐστι πάντα μοι τὰ πρ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 474· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ φαῦλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν [[πρᾶγμα]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 286Ε, πρβλ. Ἀπολ. 20C. 4) [[ἐργασία]], [[ἀσχολία]], [[μάλιστα]] [[ἀσχολία]] ἐν δίκῃ, κρισολογία, [[πρός]] τινα Ἀντιφῶν 142. 39· πράγματα πράσσειν Λυσ. 120. 22· [[πρός]] τινα Θουκ. 1. 128. 5) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐνοχλητικὴ [[ἀσχολία]], [[ἐνόχλησις]], ἁπάντων αἰτίους τῶν πρ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 310· πράγματα ἔχειν, μετὰ μετοχ., ἔχω ἐνοχλήσεις ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 7. 147, Πλάτ. Θεαίτ. 174Β, κτλ.· πρ. ἔχειν ἔν τινι, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 4, κτλ.· πρ. λαμβάνειν ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 2. 9· πρ. παρέχειν τινί, προξενῶ ἐνόχλησιν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 155, Ἀριστοφ. Πλ. 19 κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρ., [[παρέχω]] εἴς τινα τὴν ἐνόχλησιν τοῦ νὰ κάμῃ..., Πλάτ. Φαίδων 115Α, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 311· πραγμάτων... ἀπαλλαγεὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 270, πρβλ. [[βόσκω]] Ι. 2· [[ἄνευ]] πραγμάτων, σὺν πράγμασι Δημ. 14. 28, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 6· [[ἐνίοτε]] τίθεται ὡς γενικὴ [[λέξις]] μετά τινας μερικάς, ἐν τυραννίδι καὶ πλούτῳ καὶ πράγμασι Πλούτ. 2. 150C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· ― σπανίως [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πρῆγμα]] παρέχειν Ἡρόδ. 7. 239· [[πρᾶγμα]] ἐστί τι Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17. 6) τὰ ὑλικὰ πράγματα, ὁ [[κόσμος]] καὶ τὰ στοιχεῖα ἐξ ὧν σύγκειται, εἴ τις ἐξ ἀρχῆς τὰ πρ. φυόμενα βλέψειεν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 1, πρβλ. Ἀριστ. Νεφ. 741· τὴν φύσιν καὶ τὰ πρ. μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly