συγκυρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκῠρέω''': ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― [[συντυγχάνω]], [[συμπίπτω]], [[μήπως]] συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· [[συντυγχάνω]], ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, [[τῇδε]] συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) [[μετὰ]] μετοχ. ὡς τὸ [[τυγχάνω]]· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα [[νηῦς]], ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ [[συμβαίνω]], κατὰ τύχην [[συμβαίνω]], ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε [[οἶδα]]... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη [[ὥστε]] νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· [[παρά]] τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[γειτνιάζω]] [[πρός]] τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.
|lstext='''συγκῠρέω''': ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― [[συντυγχάνω]], [[συμπίπτω]], [[μήπως]] συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· [[συντυγχάνω]], ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, [[τῇδε]] συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) μετὰ μετοχ. ὡς τὸ [[τυγχάνω]]· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα [[νηῦς]], ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ [[συμβαίνω]], κατὰ τύχην [[συμβαίνω]], ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε [[οἶδα]]... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη [[ὥστε]] νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· [[παρά]] τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[γειτνιάζω]] [[πρός]] τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly