σφήξ: Difference between revisions

4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφήξ''': [[σφηκός]], Δωρ. [[σφάξ]], σφᾱκός (Θεόκρ. 5. 29), ὁ, κοινῶς ἡ «σφήκα» ἢ «σφήγκα», σφῆκες [[μέσον]] αἰόλοι Ἰλ. Μ. 167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 2. 92, Ἀριστοφάν., κλπ.· καλοῦνται δὲ εἰνόδιοι, [[ἐπειδὴ]] ποιοῦσι τὰς φωλεὰς αὐτῶν παρὰ τὴν ὁδὸν, Ἰλ. Π. 259· περὶ τῶν διαφόρων αὐτῶν εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, πρβλ. 5. 20· παροιμ., μή πως ἐγείρῃς σφ. τὸν κοιμώμενον Ἀνθ. Π. 7. 405, πρβλ. 408. ΙΙ. = [[σφηκίσκος]] ΙΙ, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 54· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[σφήν]], Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. (Ὁ Κούρτ. νομίζει τὸ Λατ. vesp-a ὡς πλησιέστατον πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ῥίζαν, [[ὥστε]] ἡ Ἑλληνικὴ [[λέξις]] θὰ ἦτο ϝέσπη, κατ’ ἐπέκτασιν δὲ ϝέσπηξ, μεθ’ ὃ ἡ μὲν α΄ συλλαβὴ ἐξέπεσε τὸ δὲ π [[μετὰ]] τὸ σ ἐτράπη εἰς φ (ὡς ἐν τοῖς [[σφαδάζω]], [[σπάω]], σφόγγος [[σπόγγος]], κτλ.), [[σφήξ]]). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 358.
|lstext='''σφήξ''': [[σφηκός]], Δωρ. [[σφάξ]], σφᾱκός (Θεόκρ. 5. 29), ὁ, κοινῶς ἡ «σφήκα» ἢ «σφήγκα», σφῆκες [[μέσον]] αἰόλοι Ἰλ. Μ. 167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 2. 92, Ἀριστοφάν., κλπ.· καλοῦνται δὲ εἰνόδιοι, [[ἐπειδὴ]] ποιοῦσι τὰς φωλεὰς αὐτῶν παρὰ τὴν ὁδὸν, Ἰλ. Π. 259· περὶ τῶν διαφόρων αὐτῶν εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, πρβλ. 5. 20· παροιμ., μή πως ἐγείρῃς σφ. τὸν κοιμώμενον Ἀνθ. Π. 7. 405, πρβλ. 408. ΙΙ. = [[σφηκίσκος]] ΙΙ, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 54· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[σφήν]], Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. (Ὁ Κούρτ. νομίζει τὸ Λατ. vesp-a ὡς πλησιέστατον πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ῥίζαν, [[ὥστε]] ἡ Ἑλληνικὴ [[λέξις]] θὰ ἦτο ϝέσπη, κατ’ ἐπέκτασιν δὲ ϝέσπηξ, μεθ’ ὃ ἡ μὲν α΄ συλλαβὴ ἐξέπεσε τὸ δὲ π μετὰ τὸ σ ἐτράπη εἰς φ (ὡς ἐν τοῖς [[σφαδάζω]], [[σπάω]], σφόγγος [[σπόγγος]], κτλ.), [[σφήξ]]). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 358.
}}
}}
{{bailly
{{bailly