3,251,360
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στύω''': μέλλ. στύσω [ῡ] Ἀνθ. Π. 10. 100· ἀόρ. ἐστῡσα Ἀριστοφ. Λυσ. 598· (ἴδε ἐν λ. [[στῦλος]]). Κάμνω τι νὰ σηκωθῇ, νὰ σταθῇ ὄρθιον, νὰ «τσιτωθῇ», ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρ. μορίου, penem erigere, ἀλλ’ [[ὅστις]] ἔτι στῦσαι δυνατὸς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., | |lstext='''στύω''': μέλλ. στύσω [ῡ] Ἀνθ. Π. 10. 100· ἀόρ. ἐστῡσα Ἀριστοφ. Λυσ. 598· (ἴδε ἐν λ. [[στῦλος]]). Κάμνω τι νὰ σηκωθῇ, νὰ σταθῇ ὄρθιον, νὰ «τσιτωθῇ», ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρ. μορίου, penem erigere, ἀλλ’ [[ὅστις]] ἔτι στῦσαι δυνατὸς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔστῡκα (Λακων. γ΄ πληθ. -αντι Ἀριστοφ. Λυσ. 996)· [[ὥστε]] θαυμάζειν [[ὅπως]] οὕτω [[γέρων]] ὢν στύομαι τριέμβολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1256· ἐπί τινα Λουκ. Ἀλέξ. 11... | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |