3,277,114
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡρίζω''': μεταγεν. Ἀττικ. [[συρίττω]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 192 (παρὰ τοῖς [[λίαν]] μεταγεν. συγγραφεῦσι συρίσσω), Δωρ. [[συρίσδω]] Θεόκρ. 1. 3, κτλ.· ― μέλλ. συρίξομαι Λουκ. Δὶς Κατηγ. 12, κτλ.· συρίσω Ἥρων Πνευμ. 194D, Λόγγος 2. 23· συριῶ Ἑβδ.· ― ἀόρ. ἐσύριξα Ἀριστοφ. Πλ. 689· μεταγενέστ. ἐσύρισα, Βαβρ. 114, Λουκ. Ἁρμον. 2. (Πρβλ. σῦριγξ, σύριγμα, συριγμός· Σανσκρ. svar, svr.i, svar-âmi (cant?), svar-as (sonus)· Λατιν. su-sur-rus, absurdus (πρβλ. absonus)· Σλαυ. svir-ati (tibia ca-nere)· Λιθ. sur-me (tibia)). Παίζω τὴν σύριγγα, αὐλῶ διὰ τῆς σύριγγος, [[ὅταν]]... συρίζῃς, ὦ Πὰν Εὐρ. Ἴων 500· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3· συρίζων [[κισσοδέτας]] ὁ κάλαμος Εὐρ. Ι. Τ. 1125· | |lstext='''σῡρίζω''': μεταγεν. Ἀττικ. [[συρίττω]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 192 (παρὰ τοῖς [[λίαν]] μεταγεν. συγγραφεῦσι συρίσσω), Δωρ. [[συρίσδω]] Θεόκρ. 1. 3, κτλ.· ― μέλλ. συρίξομαι Λουκ. Δὶς Κατηγ. 12, κτλ.· συρίσω Ἥρων Πνευμ. 194D, Λόγγος 2. 23· συριῶ Ἑβδ.· ― ἀόρ. ἐσύριξα Ἀριστοφ. Πλ. 689· μεταγενέστ. ἐσύρισα, Βαβρ. 114, Λουκ. Ἁρμον. 2. (Πρβλ. σῦριγξ, σύριγμα, συριγμός· Σανσκρ. svar, svr.i, svar-âmi (cant?), svar-as (sonus)· Λατιν. su-sur-rus, absurdus (πρβλ. absonus)· Σλαυ. svir-ati (tibia ca-nere)· Λιθ. sur-me (tibia)). Παίζω τὴν σύριγγα, αὐλῶ διὰ τῆς σύριγγος, [[ὅταν]]... συρίζῃς, ὦ Πὰν Εὐρ. Ἴων 500· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3· συρίζων [[κισσοδέτας]] ὁ κάλαμος Εὐρ. Ι. Τ. 1125· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 579. ΙΙ. [[συρίζω]] ὡς [[ὄφις]] (πρβλ. [[συριγμός]]), συρίξας ἐγὼ Ἀριστοφ. Πλ. 689· [[ψόφος]]... [[οἷον]] συριττούσης τῆς γλώττης, ἐπὶ τῆς γλώσσης προφερούσης τὸ σ, Πλάτ. Θεαίτ. 203Β· φιμοὶ δὲ συρίζουσι (ἴδε φιμὸς ΙΙ), Αἰσχύλ. Θήβ. 463· συριζόντων κατὰ πρύμναν... πηδαλίων Εὐρ. Ι. Τ. 431· ἐπὶ ἀνέμου, [[πνέω]] ἰσχυρῶς συρίζων, Βαβρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., συρίζων φόνον, συριγμὸν φόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 355. 2) [[ἀποδοκιμάζω]] ὑποκριτὴν διὰ τοῦ συριγμοῦ (πρβλ. σῦριγξ Ι. 2), σύ γ’ ἐξέπιπτες ἐγώ δ’ ἐσύριττον Δημ. 315. 10, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 10, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσώπ., ὡς τὸ Λατ. explodere, συρίζων [[ἐκδιώκω]], [[ἐκβάλλω]] τῆς σκηνῆς διὰ συριγμῶν, Δημ. 586. 16· καὶ ἐν τῷ παθ., Αἰσχίν. 64. 29., 86. 41, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |