ἀνατρέπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνατρέπω''': ποιητ. [[ἀντρέπω]]: μέλλ. -τρέψω: πρκμ. -[[τέτροφα]], Σοφ. [[ἔνθα]] κατωτέρ., Ἀνδοκ. 17. 13, μεταγεν. [[ἴσως]] καὶ τέτρᾰφα: μέσ. ἀόρ. β΄ ἀνετράπετο [[μετὰ]] παθ. σημασ., Ἰλ. Ζ. 64, Πλάτ. Κρατ. 305 D, Θεόκρ. 8. 90: (ἴδε [[τρέπω]]). Ἀνατρέπω, «ἀναποδογυρίζω», ὡς τὸ [[ἀναστρέφω]], τὸ ἐνεργ. πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 51. 3· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ., ἀνετράπετο, ἔπεσεν [[ὕπτιος]], Ἰλ. Ζ. 64· ἀνατετραμμένος Ἀριστοφ. Βάτρ. 543· [[συχνάκις]] ἐπὶ πλοίων, Πλάτ. Νόμ. 906E, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11, κτλ. ἂν ἀνατραπῇ γὰρ [[πλοῖον]] Ἄλεξ. ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 3. 2) [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] Λατ. evertere, ὡς τὸ [[ἀπόλλυμι]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[σώζω]]· πρόρριζον ἀνατρέψαι τινὰ Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. 8. 62· [[μέγας]] [[πλοῦτος]] ... ἀνατρέψῃ ποδὶ ὄλβον Αἰσχύλ. Πέρσ. 164· λακπάτητον ἀντρέπων χαρὰν Σοφ. Ἀντ. 1275· πλοῦτον Ἀνδοκ. 17. 13· πόλιν Ἀριστοφ. Σφ. 671· πολιτείαν, οἰκίαν, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 709A, Πολ. 471Β· τὰ τῶν Ἑλλήνων Δημ. 275. 15. - Παθ., ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ ἀνατραπῆναι Αἰσχύλ. Θ. 1076· ὁ [[βίος]] ἀνατετραμμένος ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 481C, κτλ. 3) καὶ τὴν τράπεζαν ἀνατρέπει, «ἀναποδογυρίζει», Δημ. 403. 7, πρβλ. 743.1, καὶ ἴδε [[τράπεζα]] ΙΙ: - μεταφ., [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] τινά, Ἀνδοκ. 17.10, Πλούτ., κτλ. 4) ἐν συζητήσει [[ἀνατρέπω]], ἀναιρῶ τοὺς λόγους τοῦ ἄλλου, ἀλλ’ ἀνατρέψω ’γαὔτ’ ἀντιλέγων Ἀριστοφ. Νεο. 901. 5) Παθ., ἀνατρέπομαι, «ἀναποδογυρίζομαι», ἀθυμῶ, ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Θεόκρ. 8. 90· [[ὡσαύτως]], [[αὖθις]] ἀνετράπησαν ταῖς ψυχαῖς Πολύβ. 22. 8, 88. ΙΙ. [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ἀνακινῶ, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, [[πάλιν]] κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχολ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐν τῷ παθητ. ἐπὶ ἀναταρασσομένης θαλάσσης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ, 8. 15. 9, κτλ.
|lstext='''ἀνατρέπω''': ποιητ. [[ἀντρέπω]]: μέλλ. -τρέψω: πρκμ. -[[τέτροφα]], Σοφ. [[ἔνθα]] κατωτέρ., Ἀνδοκ. 17. 13, μεταγεν. [[ἴσως]] καὶ τέτρᾰφα: μέσ. ἀόρ. β΄ ἀνετράπετο μετὰ παθ. σημασ., Ἰλ. Ζ. 64, Πλάτ. Κρατ. 305 D, Θεόκρ. 8. 90: (ἴδε [[τρέπω]]). Ἀνατρέπω, «ἀναποδογυρίζω», ὡς τὸ [[ἀναστρέφω]], τὸ ἐνεργ. πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 51. 3· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ., ἀνετράπετο, ἔπεσεν [[ὕπτιος]], Ἰλ. Ζ. 64· ἀνατετραμμένος Ἀριστοφ. Βάτρ. 543· [[συχνάκις]] ἐπὶ πλοίων, Πλάτ. Νόμ. 906E, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11, κτλ. ἂν ἀνατραπῇ γὰρ [[πλοῖον]] Ἄλεξ. ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 3. 2) [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] Λατ. evertere, ὡς τὸ [[ἀπόλλυμι]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[σώζω]]· πρόρριζον ἀνατρέψαι τινὰ Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. 8. 62· [[μέγας]] [[πλοῦτος]] ... ἀνατρέψῃ ποδὶ ὄλβον Αἰσχύλ. Πέρσ. 164· λακπάτητον ἀντρέπων χαρὰν Σοφ. Ἀντ. 1275· πλοῦτον Ἀνδοκ. 17. 13· πόλιν Ἀριστοφ. Σφ. 671· πολιτείαν, οἰκίαν, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 709A, Πολ. 471Β· τὰ τῶν Ἑλλήνων Δημ. 275. 15. - Παθ., ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ ἀνατραπῆναι Αἰσχύλ. Θ. 1076· ὁ [[βίος]] ἀνατετραμμένος ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 481C, κτλ. 3) καὶ τὴν τράπεζαν ἀνατρέπει, «ἀναποδογυρίζει», Δημ. 403. 7, πρβλ. 743.1, καὶ ἴδε [[τράπεζα]] ΙΙ: - μεταφ., [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] τινά, Ἀνδοκ. 17.10, Πλούτ., κτλ. 4) ἐν συζητήσει [[ἀνατρέπω]], ἀναιρῶ τοὺς λόγους τοῦ ἄλλου, ἀλλ’ ἀνατρέψω ’γαὔτ’ ἀντιλέγων Ἀριστοφ. Νεο. 901. 5) Παθ., ἀνατρέπομαι, «ἀναποδογυρίζομαι», ἀθυμῶ, ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Θεόκρ. 8. 90· [[ὡσαύτως]], [[αὖθις]] ἀνετράπησαν ταῖς ψυχαῖς Πολύβ. 22. 8, 88. ΙΙ. [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ἀνακινῶ, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, [[πάλιν]] κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχολ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐν τῷ παθητ. ἐπὶ ἀναταρασσομένης θαλάσσης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ, 8. 15. 9, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly