ἀνιάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιάω''': Σοφ., κλπ.: γ΄ ἑν. παρατ. ἠνία Σοφ. Αἴ. 273, Πλάτ. Γοργ. 502Α: μέλλ. ἀνιάσω [ᾱ] Ξεν. Ἀν. 3. 3, 19. Ἐπ. ἀνιήσω Ὅμ.: ἀόρ. ἠνίᾱσα Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.· Δωρ. ἀνίᾱσα Θεόκρ. 2. 23: πρκμ. ἠνίᾱκα Ἡλιόδ. 7. 22: - Παθ., ἀνιῶμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. ἀνιῴατο Ἡρόδ. 4. 130: γ΄ πληθ. παρατ., ἠνιῶντο, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 10: μέλλ. ἀνιάσομαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445a, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 8· (ἀνιαθήσομαι μόνον παρὰ Γαλην.)· Ἐπ. β΄ ἑν. ἀνιήσεαι Θέογν. 991: ἀόρ. ἠνιάθην Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 20· Ἰων. -ήθην Ὁμ., πρκμ. ἠνίημαι Μόσχ. 4. 3. - Ὁ μέσ. ἀόρ. ἀνιάσασθαι [[εἶναι]] πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀνιάσεσθαι: ([[ἀνία]])· [παρ’ Ὁμ. καὶ Σοφ. τὸ ι ἀεὶ [[μακρόν]]· παρὰ δὲ Θεόγν. καὶ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ἐπαμφοτερίζον· βραχὺ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ., - [[ὥστε]] τὸ ι πιθανῶς ἦτο βραχὺ ἐν τῇ συνήθει γλώσσῃ πρβλ. [[ἀνιαρός]]]. Συνηθέστερος [[τύπος]] τοῦ Ἐπικ. [[ἀνιάζω]], λυπῶ, [[ἀλγύνω]], προξενῶ ἀνίαν, μετ’ αἰτ. προσ., ἀνιήσει... υἷας Ἀχαιῶν Ὀδ. Β. 115, πρβλ. Υ. 178· [[μηδὲ]] φίλους [[ἀνία]] Θέογν. 1032· φίλους ἀνιῶν Σοφ. Αἴ. 266, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.: - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀνιᾷ μοι τὰ ὧτα Πλάτ. Γοργ. 485Β: - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ὁ δρῶν σ’ ἀνιᾷ τὰς φρένας Σοφ. Ἀντ. 319· μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ οὐδ. ἐπιθ., τί ταῦτ’ ἀνιᾷς με; [[αὐτόθι]] 550· παῦρ’ ἀνιάσας, πόλλ’ εὐφράνας (ἐνν. ὑμᾶς) Ἀριστοφ. Εἰρ. 764: - Παθ., λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, δυσαρεστοῦμαι, θλίβομαι, [[μετὰ]] δοτ. προσ. ἢ πράγμ., ἀνιᾶται παρεόντι, δυσαρεστεῖται ἐκ τῆς παρουσίας του, Ὀδ. Ο. 335· ἀν. ὀρυμαγδῷ Α. 133· σύν τοι... παθόντι κακῶς ἀνιώμεθα Θέογν. 65· πάσχων ἀνιήσεαι ὁ αὐτ. 991· ἀν. ὑπομιμνήσκων Λυσίας 133. 35· δαπανῶντα ἀνιᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 44· [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 593· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἢ ἐπιθετικ. ἀντωνυμίας, τοῦτ’ ἀνιῶμαι [[πάλαι]], ἀπὸ πολλοῦ στενοχωροῦμαι διὰ τοῦτο, Σοφ. Φ. 906, 912· πολλὰ μὲν αὐτοὺς ἀνιωμένους, πολλὰ δὲ ἀνιῶντας τοὺς οἰκέτας Ξεν. Οἰκ. 3. 2: - ἀπολ., οὐδ’ ἄν... ἀνιῷτο Θέογν. 1205· ἰδίως κατὰ μετοχ. παθ. ἀόρ. ἀνιηθείς, βαρυνθείς, Ὀδ. Γ. 117· ἀνιηθέντα, «τῇ ψυχῇ ὀδυνηθέντα, λυπηθέντα» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 291.
|lstext='''ἀνιάω''': Σοφ., κλπ.: γ΄ ἑν. παρατ. ἠνία Σοφ. Αἴ. 273, Πλάτ. Γοργ. 502Α: μέλλ. ἀνιάσω [ᾱ] Ξεν. Ἀν. 3. 3, 19. Ἐπ. ἀνιήσω Ὅμ.: ἀόρ. ἠνίᾱσα Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.· Δωρ. ἀνίᾱσα Θεόκρ. 2. 23: πρκμ. ἠνίᾱκα Ἡλιόδ. 7. 22: - Παθ., ἀνιῶμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. ἀνιῴατο Ἡρόδ. 4. 130: γ΄ πληθ. παρατ., ἠνιῶντο, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 10: μέλλ. ἀνιάσομαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445a, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 8· (ἀνιαθήσομαι μόνον παρὰ Γαλην.)· Ἐπ. β΄ ἑν. ἀνιήσεαι Θέογν. 991: ἀόρ. ἠνιάθην Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 20· Ἰων. -ήθην Ὁμ., πρκμ. ἠνίημαι Μόσχ. 4. 3. - Ὁ μέσ. ἀόρ. ἀνιάσασθαι [[εἶναι]] πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀνιάσεσθαι: ([[ἀνία]])· [παρ’ Ὁμ. καὶ Σοφ. τὸ ι ἀεὶ [[μακρόν]]· παρὰ δὲ Θεόγν. καὶ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ἐπαμφοτερίζον· βραχὺ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ., - [[ὥστε]] τὸ ι πιθανῶς ἦτο βραχὺ ἐν τῇ συνήθει γλώσσῃ πρβλ. [[ἀνιαρός]]]. Συνηθέστερος [[τύπος]] τοῦ Ἐπικ. [[ἀνιάζω]], λυπῶ, [[ἀλγύνω]], προξενῶ ἀνίαν, μετ’ αἰτ. προσ., ἀνιήσει... υἷας Ἀχαιῶν Ὀδ. Β. 115, πρβλ. Υ. 178· [[μηδὲ]] φίλους [[ἀνία]] Θέογν. 1032· φίλους ἀνιῶν Σοφ. Αἴ. 266, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.: - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀνιᾷ μοι τὰ ὧτα Πλάτ. Γοργ. 485Β: - μετὰ διπλῆς αἰτ., ὁ δρῶν σ’ ἀνιᾷ τὰς φρένας Σοφ. Ἀντ. 319· μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ οὐδ. ἐπιθ., τί ταῦτ’ ἀνιᾷς με; [[αὐτόθι]] 550· παῦρ’ ἀνιάσας, πόλλ’ εὐφράνας (ἐνν. ὑμᾶς) Ἀριστοφ. Εἰρ. 764: - Παθ., λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, δυσαρεστοῦμαι, θλίβομαι, μετὰ δοτ. προσ. ἢ πράγμ., ἀνιᾶται παρεόντι, δυσαρεστεῖται ἐκ τῆς παρουσίας του, Ὀδ. Ο. 335· ἀν. ὀρυμαγδῷ Α. 133· σύν τοι... παθόντι κακῶς ἀνιώμεθα Θέογν. 65· πάσχων ἀνιήσεαι ὁ αὐτ. 991· ἀν. ὑπομιμνήσκων Λυσίας 133. 35· δαπανῶντα ἀνιᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 44· [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 593· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἢ ἐπιθετικ. ἀντωνυμίας, τοῦτ’ ἀνιῶμαι [[πάλαι]], ἀπὸ πολλοῦ στενοχωροῦμαι διὰ τοῦτο, Σοφ. Φ. 906, 912· πολλὰ μὲν αὐτοὺς ἀνιωμένους, πολλὰ δὲ ἀνιῶντας τοὺς οἰκέτας Ξεν. Οἰκ. 3. 2: - ἀπολ., οὐδ’ ἄν... ἀνιῷτο Θέογν. 1205· ἰδίως κατὰ μετοχ. παθ. ἀόρ. ἀνιηθείς, βαρυνθείς, Ὀδ. Γ. 117· ἀνιηθέντα, «τῇ ψυχῇ ὀδυνηθέντα, λυπηθέντα» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 291.
}}
}}
{{bailly
{{bailly