3,277,286
edits
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνύω''': Ἀττ. [[ἀνύτω]] ἢ ἁνύτω (Πόρσ. Φοίν. 463, Ἐλμσλ. Βάκχ. 1098), πρβλ. [[ἀρύω]], ἀρύτω. Οἱ καθαροὶ τύποι [[εἶναι]] σπάνιοι, ὡς Ἰλ. Δ. 56, Εὐρ. Ἑκ. 1167, Ἀριστοφ. Βάτρ. 606: παρατ. ἤνυον Ἡρόδ. 9. 66, Ἀττ.: - μέλλ. ἀνύσω [ᾰνῠ-], Σοφ. Αἴ. 607, Ἀριστοφ. Βάτρ. 649: - ἀόρ. ἤνυσα Ὀδ. Ω. 71, Αἰσχύλ. Πέρσ. 726, κτλ.· ποιητ. ἤνυσα (Δωρ. ἄνυσσα) Πινδ. Π. 12. 20, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 413, Ἐπ. ἄνυσσα [ᾰ] Ἡσ. Θ. 954: - πρκμ. ἤνῠκα Πλάτ. Πολιτικ. 264Β: - Παθ., πρκμ. ἤνυσμαι Πολύβ. 8. 31, 1, κτλ. (διήνυσμαι Ξεν.): ἀόρ. ἠνύσθην ὁ αὐτ. 32. 7, 17: μέλλ. ἀνυσθήσομαι Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 21: - Μέσ., ἀνύομαι Πινδ. Π. 2. 90, Βίων· ἀνύτομαι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 24: παρατ. ἠνυτόμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1159: μέλλ. ἀνύσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἠνυσάμην Τραγ., ἀνύσασθαι Ξεν. - Παρὰ ποιηταῖς εὑρίσκομεν καί τινας τύπους ἐσχηματισμένους ὡς ἐξ ἐνεστῶτος [[ἄνυμι]], τοιοῦτοι δὲ [[εἶναι]] ὁ ἐνεργ. παρατ. ἄνῠμες, Δωρ. ἀντὶ ἤνυμεν, Θεόκρ. 7. 10: ὁ παθ. ἐνεστ. ἄνυται Ὀππ. Ἁλ. 3. 427, Νικ.: ὁ παθ. παρατ. ἤνῠτο Ὀδ. Ε. 243., Δωρ. ἄνῠτο Θεόκρ. 2. 92: - ἀλλ’ ὁ Meineke θέλει νὰ διορθώσῃ ἄνομεν, ἄνεται, ἄνετο ἐκ τοῦ ἐνεστ. τοῦ ῥήμ. ἄνω, ὃ ἴδε. [τὸ υ ἁπανταχοῦ τοῦ ῥήματος βραχὺ (ῠ)· [[ὥστε]] τὸ ἀνῦσαι ἐν Τρυφ. 126, ἀνῡσάμενοι ἐν Ἀνθ. Π. 10. 12, πρέπει νὰ γραφῶσι διὰ διπλοῦ σ· τὸ ἀνύων παρὰ Νόνν. Δ. 21. 16 [[εἶναι]] πλημμελές, δι’ ὃ καὶ ὁ Koechly γράφει ἐάσω ἀντὶ ἀνύων]. Ἀπεργάζομαι, ἐπιτελῶ, [[καταρτίζω]], ἐκτελῶ, [[περαίνω]], τελεσφορώ, Λατ. conficere, ἤνυτο δ’ [[ἔργον]] Ὀδ. Ε. 243, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 726, κτλ.· πῶς ἐμήσατο πρὸς θανάτῳ θάνατον ἀνύσασα μόνα; Σοφ. Τρ. 886· ἀρωγὰν ὁ αὐτ. Φ. 1145· τοὔπος ὡς ἄρ’ ὀρθὸν ἤνυσας ὁ αὐτ. Ἀντ. 1178, πρβλ. Ο. Κ. 454: - ἀπολ., οὐδὲν ἤνυε, οὐδὲν κατώρθου, Ἡρόδ. 9. 66· εἴ τι ἔμελλεν ἀνύτειν, ὅ,τι θὰ συνετέλει εἰς τὸ [[ἔργον]], Θουκ. 2. 75· σμικρὸν ἀνύτειν Πλάτ. Σοφ. 230Α, κ. ἀλλ.· ἦσσον ἀνύτειν Θουκ. 2. 76· οὐδὲν ἤνυε τούτοις, οὐδὲν κατώρθου διὰ τῶν μέτρων τούτων, Δημ. 548. 18· ἀν. εἴς τι, συντελῶ εἴς τι, Πλάτ. Ἀξ. 369D· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[Ἀπόλλων]]... ἐκεῖνον ἤνυσε φονέα γενέσθαι, ἔφερε τὰ πράγματα [[οὕτως]] [[ὥστε]] νά…, Σοφ. Ο. Τ. 720. - Μέσ., κατορθῶ τι πρὸς τὸ ἐμὸν συμφέρον, ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα ([[ἔνθα]] [[πολλάκις]] ἐκλαμβάνεται ὡς παθ., θὰ ἐκτελεσθῶσι), Ὀδ. Π. 373· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Πλ. 196, Πλάτ. Φαίδων 69D· ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] καὶ ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 1. 91, Πινδ. Π. 2. 90. 2) [[καταναλίσκω]], [[ἐπεὶ]] δή σε φλὸξ ἤνυσεν Ἡφαίστοιο, «ἔκαυσεν, ἐτελείωσε» (Σχόλ.) Ὀδ. Ω. 71· καὶ | |lstext='''ἀνύω''': Ἀττ. [[ἀνύτω]] ἢ ἁνύτω (Πόρσ. Φοίν. 463, Ἐλμσλ. Βάκχ. 1098), πρβλ. [[ἀρύω]], ἀρύτω. Οἱ καθαροὶ τύποι [[εἶναι]] σπάνιοι, ὡς Ἰλ. Δ. 56, Εὐρ. Ἑκ. 1167, Ἀριστοφ. Βάτρ. 606: παρατ. ἤνυον Ἡρόδ. 9. 66, Ἀττ.: - μέλλ. ἀνύσω [ᾰνῠ-], Σοφ. Αἴ. 607, Ἀριστοφ. Βάτρ. 649: - ἀόρ. ἤνυσα Ὀδ. Ω. 71, Αἰσχύλ. Πέρσ. 726, κτλ.· ποιητ. ἤνυσα (Δωρ. ἄνυσσα) Πινδ. Π. 12. 20, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 413, Ἐπ. ἄνυσσα [ᾰ] Ἡσ. Θ. 954: - πρκμ. ἤνῠκα Πλάτ. Πολιτικ. 264Β: - Παθ., πρκμ. ἤνυσμαι Πολύβ. 8. 31, 1, κτλ. (διήνυσμαι Ξεν.): ἀόρ. ἠνύσθην ὁ αὐτ. 32. 7, 17: μέλλ. ἀνυσθήσομαι Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 21: - Μέσ., ἀνύομαι Πινδ. Π. 2. 90, Βίων· ἀνύτομαι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 24: παρατ. ἠνυτόμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1159: μέλλ. ἀνύσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἠνυσάμην Τραγ., ἀνύσασθαι Ξεν. - Παρὰ ποιηταῖς εὑρίσκομεν καί τινας τύπους ἐσχηματισμένους ὡς ἐξ ἐνεστῶτος [[ἄνυμι]], τοιοῦτοι δὲ [[εἶναι]] ὁ ἐνεργ. παρατ. ἄνῠμες, Δωρ. ἀντὶ ἤνυμεν, Θεόκρ. 7. 10: ὁ παθ. ἐνεστ. ἄνυται Ὀππ. Ἁλ. 3. 427, Νικ.: ὁ παθ. παρατ. ἤνῠτο Ὀδ. Ε. 243., Δωρ. ἄνῠτο Θεόκρ. 2. 92: - ἀλλ’ ὁ Meineke θέλει νὰ διορθώσῃ ἄνομεν, ἄνεται, ἄνετο ἐκ τοῦ ἐνεστ. τοῦ ῥήμ. ἄνω, ὃ ἴδε. [τὸ υ ἁπανταχοῦ τοῦ ῥήματος βραχὺ (ῠ)· [[ὥστε]] τὸ ἀνῦσαι ἐν Τρυφ. 126, ἀνῡσάμενοι ἐν Ἀνθ. Π. 10. 12, πρέπει νὰ γραφῶσι διὰ διπλοῦ σ· τὸ ἀνύων παρὰ Νόνν. Δ. 21. 16 [[εἶναι]] πλημμελές, δι’ ὃ καὶ ὁ Koechly γράφει ἐάσω ἀντὶ ἀνύων]. Ἀπεργάζομαι, ἐπιτελῶ, [[καταρτίζω]], ἐκτελῶ, [[περαίνω]], τελεσφορώ, Λατ. conficere, ἤνυτο δ’ [[ἔργον]] Ὀδ. Ε. 243, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 726, κτλ.· πῶς ἐμήσατο πρὸς θανάτῳ θάνατον ἀνύσασα μόνα; Σοφ. Τρ. 886· ἀρωγὰν ὁ αὐτ. Φ. 1145· τοὔπος ὡς ἄρ’ ὀρθὸν ἤνυσας ὁ αὐτ. Ἀντ. 1178, πρβλ. Ο. Κ. 454: - ἀπολ., οὐδὲν ἤνυε, οὐδὲν κατώρθου, Ἡρόδ. 9. 66· εἴ τι ἔμελλεν ἀνύτειν, ὅ,τι θὰ συνετέλει εἰς τὸ [[ἔργον]], Θουκ. 2. 75· σμικρὸν ἀνύτειν Πλάτ. Σοφ. 230Α, κ. ἀλλ.· ἦσσον ἀνύτειν Θουκ. 2. 76· οὐδὲν ἤνυε τούτοις, οὐδὲν κατώρθου διὰ τῶν μέτρων τούτων, Δημ. 548. 18· ἀν. εἴς τι, συντελῶ εἴς τι, Πλάτ. Ἀξ. 369D· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[Ἀπόλλων]]... ἐκεῖνον ἤνυσε φονέα γενέσθαι, ἔφερε τὰ πράγματα [[οὕτως]] [[ὥστε]] νά…, Σοφ. Ο. Τ. 720. - Μέσ., κατορθῶ τι πρὸς τὸ ἐμὸν συμφέρον, ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα ([[ἔνθα]] [[πολλάκις]] ἐκλαμβάνεται ὡς παθ., θὰ ἐκτελεσθῶσι), Ὀδ. Π. 373· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Πλ. 196, Πλάτ. Φαίδων 69D· ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] καὶ ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 1. 91, Πινδ. Π. 2. 90. 2) [[καταναλίσκω]], [[ἐπεὶ]] δή σε φλὸξ ἤνυσεν Ἡφαίστοιο, «ἔκαυσεν, ἐτελείωσε» (Σχόλ.) Ὀδ. Ω. 71· καὶ μετὰ ἰδιαιτέρας σημασ., ἠνύσατ’ ἐκτοπίαν φλόγα, ἐποιήσατε ἐκτοπίαν, ἐξωρίσατε, Σοφ. Ο. Τ. 166, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 400: [[ὡσαύτως]], [[φονεύω]] (ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασ. ὁ Ὅμ. ἔχει [[ἐξανύω]]), Πινδ. Π. 12. 20. 3) [[διανύω]], [[διατρέχω]], ὅσσον τε πανημερίη γλαφυρὴ [[νηῦς]] ἤνυσεν (ἐνν. ὁδοῦ), ὅσην ὁδὸν δύναται νὰ διανύσῃ [[πλοῖον]] ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, Ὀδ. Δ. 357· οὕτω, πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν Αἰσχ. Πέρσ. 747: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, [[ὄφρα]] τάχιστα [[νηῦς]] ἀνύσειε... θαλάσσης... [[ὕδωρ]] Ὀδ. Ο. 294, πρβλ. Θέογν. 511, Σοφ. Ἀντ. 231. 4) παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] ἀπολ. (ἐξυπακουομένου ὁδὸν ἢ κέλευθον) ὡς τὸ [[ἐξανύω]] ἢ τὸ [[τελέω]], ἀφικνοῦμαι, [[φθάνω]], πρὶν τάνδε πρὸς πόλιν ἀνύσειε Σοφ. Τρ. 657· ἐπὶ ἀκτὰν Εὐρ. Ἱππ. 743· [[ὡσαύτως]], [[θάλαμον]]... ἀνύτουσαν (ὅ ἐ. εἰς [[θάλαμον]]), φθάνουσαν εἰς τὸν [[θάλαμον]], Σοφ. Ἀντ. 805· ἀν... Ἅιδαν ὁ αὐτ. Αἴ. 607, Εὐρ. Ἱκ. 1142· μεταφ., δούλια ζυγὰ ἀνύσαι, νὰ τελειώσῃ τις ἐν δουλείᾳ, Εὐρ. Τρῳ. 595: - σπανίως μετ’ ἀπαρεμ. ἀντὶ τῆς ἀιτιατ. [[στρατός]]... ἤνυσεν περᾶν, κατώρθωσε νὰ διαβῇ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 721· καὶ μετ’ ἐπιθ. κατὰ παράλειψιν τοῦ [[εἶναι]], [[καταλήγω]], [[γίνομαι]] εἰς τὸ [[τέλος]], [[εὐδαίμων]] ἀνύσει καὶ [[μέγας]] (ἐνν. ὤν), τελευτῶν εὐδαιμονήσει, Σοφ. Φ. 720. 5) ἐν τῷ παθ. ἐπὶ χρόνου, [[φθάνω]] εἰς [[τέλος]], τελειώνω, [[χρόνος]] ἄνυτο Θεόκρ. 2. 92. 6) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], ἐπὶ προσ., αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», ἠνυτόμαν τροφαῖς (λυρ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1159. 7) [[λαμβάνω]], [[προμηθεύομαι]], ἀν. γαστρὶ φορβὰν Σοφ. Φ. 713· πρβλ. Θεόκρ. 5. 144· τίνος χρείας ἀνύσαι; ὅ ἐ. τίνος χρείας προσπίτνετε, [[ὥστε]] ἀνύσαι αὐτήν; Σοφ. Ο. Κ. 1755: - Μέσ., χρείαν ἠνύσασθε, ἐπετύχετε, ἐλάβετε, Αἰσχύλ. Πρ. 700· πρβλ. Χο. 858, Σοφ. Τρ. 996, καὶ ἴδε [[ἐξανύω]] 6. ΙΙ. μετὰ μετοχ., οὐκ [[ἀνύω]] φθονέουσα, οὐδὲν [[κερδαίνω]] διὰ τοῦ φθόνου, Ἰλ. Δ. 56. 2) παρὰ κωμ. [[πράττω]] τι [[ταχέως]], [[σπεύδω]], οὐ μέλλειν... ἀλλ’ ἀνύειν Ἀριστοφ. Πλ. 607, πρβλ. Βατρ. 606, 649· ἀλλ’ ἄνυσον, οὐ μέλλειν ἐχρῆν Ἀποσπ. 110· ἐν χρήσει [[πολλάκις]] [[ὅπως]] καὶ τὸ [[φθάνω]], ἄνυε πράττων, σπεῦδε, «[[κάμε]] γρήγορα» Πλ. 413· ἄνυσον... ὑποδησάμενος, [[κάμε]] γρήγορα καὶ [[βάλε]] τὰ ὑποδήματά σου, Σφ. 1168, πρβλ. Ὄρν. 241· ἄνυσὸν ποτ’ ἐξελθών, «[[κάμε]] γρήγορα καὶ ἔβγα ἐπὶ τέλους» Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· ἀλλὰ συχνότερον κατὰ μετοχ. ἀνύσας ἢ ἀνύσας τι καὶ μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἄνοιγ’, ἄνοιγ’ ἀνύσας, σπεῦσον καὶ ἄνοιξον, Ἀριστοφ. Νεφ. 181· ἀνάβαιν’ ἀνύσας Σφ. 398· ἀλλ’ ἀνύσας τρέχε Πλ. 229· λέγ’ ἀνύσας [[αὐτόθι]] 349· σὺ δ’ ἔγχεον πιεῖν ἀνύσας τι Ἱππ. 118· πρβλ. Σφῆκ. 202, 847, 1158, Πλ. 648, 974· βοηθησάτω τις ἀνύσας Ἀχ. 571· νῦν οὖν ἀνύσαντε φροντίσωμεν Ἱππ. 71· ἀκολουθήσεις ἐμοὶ ἀνύσας τι Νεφ. 506, πρβλ. 1253· ἀποδῶμεν... ἀνύσαντε Εἰρ. 872. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |