τηρέω: Difference between revisions

12 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τηρέω''': (πρβλ. [[τηρός]], Σανσκρ. trâ (servare).) Ὡς καὶ νῦν, τηρῶ, ἐπιτηρῶ, [[φροντίζω]], [[προσέχω]], φυλλάτω, δώματα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142· πόλιν Πινδ. Π. 2, 161, Ἀριστοφ. Σφ. 210· τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 6. 1· σπανίως ἐπὶ προσώπων, δαιμόνων ἡμῖν μόναις οὐ θύετ’ οὐδὲ σπένδετε, αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τ. τὴν ἀρχὴν, διατηρεῖν, κατέχειν, Πολύβ. 22. 15, 2· τὸ τῆς πόλεως [[ἀξίωμα]] Διόδ. 17. 15. ― Παθ., τὸ [[ἔξωθεν]] ([[τεῖχος]]) ἐτηρεῖτο, ἐφυλάττετο, Θουκ. 1. 13· μέσ. μέλλ. τηρήσομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ αὐτ. 4. 30. 2) τ. [[ὅπως]]... ἔσται, φροντίζει νά..., Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 5· [[ὅπως]] μή.. παρανομῶσι [[αὐτόθι]] 5. 8, 2 τ. μή..., τ. μή τι γένηται, cavere ne..., Ἀριστοφάν. Εἰρ. 146, Θεσμ. 580, Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τ. [[ὅπως]] μή τι γενήσεται Δημ. 318. 1· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τιμώμεσθ’, [[ὅπως]] μή... αἰσθήσεται Ἀριστοφ. Σφ. 372· τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια [[αὐτόθι]] 1386. ΙΙ. παρατηρῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[προσέχω]] συνεχῶς, ἐπιτηρῶ, τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1145, πρβλ. Σφ. 364· τὰς ἁμαρτίας Θουκ. 4. 60· τ. τι μή... Ἀριστοφ. Εἰρ. 146, Πλάτ. Πολ. 442Α. 2) παρατηρῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, παραφυλάττω, [[περιμένω]] τὴν κατάλληλον στιγμήν, καιροφυλακτῶ, [[μετὰ]] μετοχ., παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808· [[ἔνδον]] [[ὄντα]] τηρήσαντες αὐτόν, παραφυλάξαντες [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] αὐτὸς [[ἐντός]], Θουκ. 1. 134· τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος ἀνέμου, δηλ. τηρεῖν ἄνεμον ἐρχόμενον κατὰ τὸν πορθμόν, ὁ αὐτ. 6. 2· τινὰ ἀνιόντα, παραφυλάττειν τινὰ ἀνερχόμενον, Δημ. 1252. 7· - [[μετὰ]] μόνης αἰτιατ., τηροῦσ’ ἐκείνην ἡμέραν ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ εὑροῦσ’) Σοφ. Ἠλ. 278 τ. ὅ τι καὶ δράσει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 946· τηρήσας ἄνεμον Θουκ. 1. 65· τ. νύκτα χειμέριον ὁ αὐτ. 3. 22, πρβλ. 4. 27· νύκτα ἀσέληνον Δημ. 1380. 6· τ. τοὺς ἀστέρας Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 12, 3, κλπ.· τ. καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 5, 8, κλπ. ― Παθητ., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη, παρεφύλαξαν τὸν καιρόν, Λυσί. 126. 35. 3) ἀπολ., ἀγρυπνῶ, φυλάττω, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 6, 4, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4· ― μετ’ ἀπαρεμφ., φυλάττω, [[προσέχω]] [[ὥστε]] νά..., ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Θουκ. 4. 26· τὴν ἀσφάλειαν τῆς ἐπιβουλῆς τηροῦντα φυλάξασθαι Ἀντιφῶν 117. 14. ΙΙΙ. φυλάττω, διατηρῶ τι ἐμπιστευθέν μοι, παρακαταθήκην Ἰσοκρ. 6D· ἀπόρρητα Λυσί. 189. 37· εἰρήνην Δημ. 255. 13. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 222.
|lstext='''τηρέω''': (πρβλ. [[τηρός]], Σανσκρ. trâ (servare).) Ὡς καὶ νῦν, τηρῶ, ἐπιτηρῶ, [[φροντίζω]], [[προσέχω]], φυλλάτω, δώματα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142· πόλιν Πινδ. Π. 2, 161, Ἀριστοφ. Σφ. 210· τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 6. 1· σπανίως ἐπὶ προσώπων, δαιμόνων ἡμῖν μόναις οὐ θύετ’ οὐδὲ σπένδετε, αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τ. τὴν ἀρχὴν, διατηρεῖν, κατέχειν, Πολύβ. 22. 15, 2· τὸ τῆς πόλεως [[ἀξίωμα]] Διόδ. 17. 15. ― Παθ., τὸ [[ἔξωθεν]] ([[τεῖχος]]) ἐτηρεῖτο, ἐφυλάττετο, Θουκ. 1. 13· μέσ. μέλλ. τηρήσομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ αὐτ. 4. 30. 2) τ. [[ὅπως]]... ἔσται, φροντίζει νά..., Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 5· [[ὅπως]] μή.. παρανομῶσι [[αὐτόθι]] 5. 8, 2 τ. μή..., τ. μή τι γένηται, cavere ne..., Ἀριστοφάν. Εἰρ. 146, Θεσμ. 580, Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τ. [[ὅπως]] μή τι γενήσεται Δημ. 318. 1· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τιμώμεσθ’, [[ὅπως]] μή... αἰσθήσεται Ἀριστοφ. Σφ. 372· τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια [[αὐτόθι]] 1386. ΙΙ. παρατηρῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[προσέχω]] συνεχῶς, ἐπιτηρῶ, τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1145, πρβλ. Σφ. 364· τὰς ἁμαρτίας Θουκ. 4. 60· τ. τι μή... Ἀριστοφ. Εἰρ. 146, Πλάτ. Πολ. 442Α. 2) παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παραφυλάττω, [[περιμένω]] τὴν κατάλληλον στιγμήν, καιροφυλακτῶ, μετὰ μετοχ., παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808· [[ἔνδον]] [[ὄντα]] τηρήσαντες αὐτόν, παραφυλάξαντες [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] αὐτὸς [[ἐντός]], Θουκ. 1. 134· τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος ἀνέμου, δηλ. τηρεῖν ἄνεμον ἐρχόμενον κατὰ τὸν πορθμόν, ὁ αὐτ. 6. 2· τινὰ ἀνιόντα, παραφυλάττειν τινὰ ἀνερχόμενον, Δημ. 1252. 7· - μετὰ μόνης αἰτιατ., τηροῦσ’ ἐκείνην ἡμέραν ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ εὑροῦσ’) Σοφ. Ἠλ. 278 τ. ὅ τι καὶ δράσει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 946· τηρήσας ἄνεμον Θουκ. 1. 65· τ. νύκτα χειμέριον ὁ αὐτ. 3. 22, πρβλ. 4. 27· νύκτα ἀσέληνον Δημ. 1380. 6· τ. τοὺς ἀστέρας Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 12, 3, κλπ.· τ. καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 5, 8, κλπ. ― Παθητ., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη, παρεφύλαξαν τὸν καιρόν, Λυσί. 126. 35. 3) ἀπολ., ἀγρυπνῶ, φυλάττω, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 6, 4, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4· ― μετ’ ἀπαρεμφ., φυλάττω, [[προσέχω]] [[ὥστε]] νά..., ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Θουκ. 4. 26· τὴν ἀσφάλειαν τῆς ἐπιβουλῆς τηροῦντα φυλάξασθαι Ἀντιφῶν 117. 14. ΙΙΙ. φυλάττω, διατηρῶ τι ἐμπιστευθέν μοι, παρακαταθήκην Ἰσοκρ. 6D· ἀπόρρητα Λυσί. 189. 37· εἰρήνην Δημ. 255. 13. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 222.
}}
}}
{{bailly
{{bailly