ἐλέγχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλέγχω''': Ὁμ., κτλ.: μέλλ. ἐλέγξω Ἀριστοφ. Νεφ. 1043, κτλ.: ἀόρ. ἤλεγξα Ὅμ., Ἀττ.: - Παθ., ἐλεγχθήσομαι Ἀντιφῶν 120. 21, Ξεν.: ἀόρ. ἠλέγχθην Εὐρ. Ἑλ. 885, Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ.: πρκμ. [[ἐλήλεγμαι]] Πλάτ. Νόμ. 805C· πρβλ. [[ἐξελέγχω]]. Ἀτιμάζω, τὸν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς [[μηδὲ]] πόδας, «μὴ ἀτιμάσῃς τὸν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀξιώσεως λόγον καὶ πρεσβείας, [[μηδὲ]] τὴν [[ἐνθάδε]] ἄφιξιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 522· ἐλ. τινά, καταισχύνειν, φέρειν τινὰ εἰς [[ὄνειδος]], Ὀδ. Φ. 424· - Αὕτη ἡ [[χρῆσις]] [[εἶναι]] μόνον Ὁμηρική, πρβλ. [[ἔλεγχος]] (τό), [[ἐλεγχής]]. ΙΙ. [[ἀνακρίνω]], ἐρωτῶ [[ὅπως]] καταπείσω, [[ὅπως]] ἀνακαλύψω ἐνοχήν, ἢ [[ὅπως]] ἀναιρέσω, ἀνασκευάσω, ἐπιπλήττω, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 2. 115· μή ’λεγχε τὸν πονοῦντα Αἰσχύλ. Χο. 919· [[φύλαξ]] ἐλέγχων φύλακα Σοφ. Ἀντ. 260· τί ταῦτ’ ἐλέγχεις; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 333, πρβλ. 783· ἔλεγχ’, ἐλέγχου Ἀριστοφ. Βάτρ. 857· ἐλ. τινὰ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πλ. 574· ἕνεκά τινος Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1. 10· τινά τι Πλάτ. Λύσ. 222D· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατηγορῶ τινος ἐπί τινι πράξει, Εὐρ. Ἄλκ. 1058· [[μετὰ]] ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐλ. τινὰ εἰ... Αἰσχύλ. Χο. 851, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1232· ἐλ. τινὰ ὡς οὐ [[καλῶς]] λέγει Πλάτ. Σοφ. 259Α, πρβλ. Γοργ. 470C: - Παθ., εὑρίσκομαι [[ἔνοχος]], καταδικάζομαι, Ἡρόδ. 1. 24, 117· ἐλεγχόμενοι, εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων Δημ. 935. 11, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 231C καὶ D· [[μετὰ]] μετοχ., ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Ἀντιφῶν 119, 2, πρβλ. 120. 17· ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὢν Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2. 2) ἐπὶ ἐπιχειρημάτων ἀποδεικτικῶν, [[φέρω]] εἰς ἀπόδειξιν, τὸ πρᾶγμ’ ἐλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· ἀναιρῶ, Δημ. 836. 10· καὶ ἑπομ., [[ἀπορρίπτω]], Λουκ. Νιγρ. 4· χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἰσχύουσιν, Ἀνθ. Π. 5. 217: - ἀπολ., [[φέρω]] ἀπόδειξιν πειστικήν, ὡς [[ἀνάγκη]] ἐλέγχει Ἡρόδ. 2. 22· [[περί]] τινος Δημ. 516. 1· καὶ ἀκολούθως [[καθόλου]], ἀποδεικνύω, Λατ. arguere, Θουκ. 6. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· τὸ πρᾶγμ’ ἐλεγχθὲν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 485. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ἀποδεικνύω διὰ τῆς εἰς τὸ ἀδύνατον ἢ ἄτοπον ἀπαγωγῆς, ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἐστὶ καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 9. 1. 4) [[καθόλου]], νικῶ, [[καταβάλλω]], στρατιὰν ὠκύτατι ἐλ. Πινδ. Π. 11. 74, πρβλ. Διον. Περιηγ. 750.
|lstext='''ἐλέγχω''': Ὁμ., κτλ.: μέλλ. ἐλέγξω Ἀριστοφ. Νεφ. 1043, κτλ.: ἀόρ. ἤλεγξα Ὅμ., Ἀττ.: - Παθ., ἐλεγχθήσομαι Ἀντιφῶν 120. 21, Ξεν.: ἀόρ. ἠλέγχθην Εὐρ. Ἑλ. 885, Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ.: πρκμ. [[ἐλήλεγμαι]] Πλάτ. Νόμ. 805C· πρβλ. [[ἐξελέγχω]]. Ἀτιμάζω, τὸν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς [[μηδὲ]] πόδας, «μὴ ἀτιμάσῃς τὸν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀξιώσεως λόγον καὶ πρεσβείας, [[μηδὲ]] τὴν [[ἐνθάδε]] ἄφιξιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 522· ἐλ. τινά, καταισχύνειν, φέρειν τινὰ εἰς [[ὄνειδος]], Ὀδ. Φ. 424· - Αὕτη ἡ [[χρῆσις]] [[εἶναι]] μόνον Ὁμηρική, πρβλ. [[ἔλεγχος]] (τό), [[ἐλεγχής]]. ΙΙ. [[ἀνακρίνω]], ἐρωτῶ [[ὅπως]] καταπείσω, [[ὅπως]] ἀνακαλύψω ἐνοχήν, ἢ [[ὅπως]] ἀναιρέσω, ἀνασκευάσω, ἐπιπλήττω, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 2. 115· μή ’λεγχε τὸν πονοῦντα Αἰσχύλ. Χο. 919· [[φύλαξ]] ἐλέγχων φύλακα Σοφ. Ἀντ. 260· τί ταῦτ’ ἐλέγχεις; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 333, πρβλ. 783· ἔλεγχ’, ἐλέγχου Ἀριστοφ. Βάτρ. 857· ἐλ. τινὰ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πλ. 574· ἕνεκά τινος Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1. 10· τινά τι Πλάτ. Λύσ. 222D· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατηγορῶ τινος ἐπί τινι πράξει, Εὐρ. Ἄλκ. 1058· μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐλ. τινὰ εἰ... Αἰσχύλ. Χο. 851, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1232· ἐλ. τινὰ ὡς οὐ [[καλῶς]] λέγει Πλάτ. Σοφ. 259Α, πρβλ. Γοργ. 470C: - Παθ., εὑρίσκομαι [[ἔνοχος]], καταδικάζομαι, Ἡρόδ. 1. 24, 117· ἐλεγχόμενοι, εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων Δημ. 935. 11, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 231C καὶ D· μετὰ μετοχ., ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Ἀντιφῶν 119, 2, πρβλ. 120. 17· ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὢν Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2. 2) ἐπὶ ἐπιχειρημάτων ἀποδεικτικῶν, [[φέρω]] εἰς ἀπόδειξιν, τὸ πρᾶγμ’ ἐλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· ἀναιρῶ, Δημ. 836. 10· καὶ ἑπομ., [[ἀπορρίπτω]], Λουκ. Νιγρ. 4· χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἰσχύουσιν, Ἀνθ. Π. 5. 217: - ἀπολ., [[φέρω]] ἀπόδειξιν πειστικήν, ὡς [[ἀνάγκη]] ἐλέγχει Ἡρόδ. 2. 22· [[περί]] τινος Δημ. 516. 1· καὶ ἀκολούθως [[καθόλου]], ἀποδεικνύω, Λατ. arguere, Θουκ. 6. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1351· τὸ πρᾶγμ’ ἐλεγχθὲν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 485. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ἀποδεικνύω διὰ τῆς εἰς τὸ ἀδύνατον ἢ ἄτοπον ἀπαγωγῆς, ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἐστὶ καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 9. 1. 4) [[καθόλου]], νικῶ, [[καταβάλλω]], στρατιὰν ὠκύτατι ἐλ. Πινδ. Π. 11. 74, πρβλ. Διον. Περιηγ. 750.
}}
}}
{{bailly
{{bailly