3,276,318
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίρροθος''': -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι [[ἐπίρροθος]] ἐλθὲ [[ποδοῖιν]] Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι [[εἰσί]], «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, [[ἐπειδὴ]] πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι [[ἄμμι]] πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., [[πύργος]], [[μῆτις]] [[ἐπίρροθος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - | |lstext='''ἐπίρροθος''': -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι [[ἐπίρροθος]] ἐλθὲ [[ποδοῖιν]] Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι [[εἰσί]], «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, [[ἐπειδὴ]] πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι [[ἄμμι]] πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., [[πύργος]], [[μῆτις]] [[ἐπίρροθος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - μετὰ γεν., παρέχων βοήθειαν [[ἐναντίον]] τινός, νύκτερον [[τέλος]] [[μολεῖν]], παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ [[ἐπιτάρροθος]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ [[ἄπαυστος]] [[κακολογία]], Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - [[ἐντεῦθεν]], ἀξιόμεμπτος, [[ταπεινός]], μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |